Please enable JS

Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει το 1911 ο δημιουργός της επιστημονικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης, «οι Σίφνιοι μεταξύ πάντων των νησιωτών των Κυκλάδων διακρίνονται διά την δεξιότητα αυτών περί την αυτοσχέδιον στιχουργίαν [...]».

Συμπληρώνει μάλιστα, ότι «τα κάλανδα των Σιφνίων είναι άξια σπουδής και ως παραδείγματα ασμάτων στενού τοπικού ενδιαφέροντος, αλλά και ως εμφαίνοντα ενίοτε την αντίληψιν και τα σκέψεις των στιχουργών περί γενικωτέρων εθνικών ζητημάτων προπάντων δ’ όμως ελκύουσι την προσοχήν ως γλωσσικά μνημεία» (Πολίτης, 1911-12, σ.662).

Επιπρόσθετα, ο επίσης σιφνιός στην καταγωγή σχολάρχης Ιάκωβος Δραγάτσης, διασώζει την πληροφορία ότι παλαιότερα οι καλαντιστές έλεγαν κάλαντα στον σχολάρχη, στον ειρηνοδίκη, στον δήμαρχο και στους συγγενείς τους: «Παιδιά μικρά τότε, από βραδύς, με το φαναράκι στο χέρι και ένα καλαθάκι, έπρεπε να πάμε εις του Δημάρχου, του Ειρηνοδίκη, του Τελώνη, εις όλα τα καλά σπίτια και εις τα συγγενικά μας και καθενός να ευχηθώμεν την καλή χρονιά.

Εθεωρείτο άτοπον να μη γίνη τούτο˙ […] Και δεν ελέγαμε τα ίδια παντού. Όχι. Κάθε ένας είχε και το δικό ποίημα και κάθε χρόνο διαφορετικό. Αυτά εγίνοντο από τα παιδιά των καλλιτέρων σπιτιών. Εγύριζαν όμως σαν εμάς και άλλα παιδιά εις τα χωριά των απορώτερων τάξεων, όχι διά γλυκά και δώρα, αλλά διά τον Αϊβασιλιάτικο μοναμά, όπως και ομάδες ανδρών, των καλαντιστών καλουμένων, οι οποίοι έψαλλον τον Άι-Βασίλη, υπό τους ήχους του βιολιού και του λαούτου, σπεύδοντες από οίκου εις οίκον». (Δραγάτσης, 1929, σ.11-13).

Στο ίδιο πνεύμα και ο σιφνιός ποιητής και συγγραφέας Θεοδόσης Κ. Σπεράντσας παρατηρεί ότι οι Σιφνιοί «γενικώς σχεδόν – έχουν μίαν εντελώς πηγαίαν ποιητικήν διάθεσιν και καλλιεργημένον το αίσθημα του ρυθμού.

Κάθε περιστατικόν της ζωής γίνεται τραγούδι και ρίμα, […] σαν ένα μέσον δηλαδή και σαν όργανον επικοινωνίας μεταξύ των!» (εφημερίδα «Εμπρός», 1948).

Μάλιστα, διασώζει την πληροφορία ότι οι καλαντιστές συχνά κρατούν ομοίωμα πλοίου ή, κατά προτίμηση, της Αγίας Σοφίας.

Τα κάλαντα στη Σίφνο γράφονται από λαϊκούς ποιητές / στιχουργούς, αυτοδίδακτους, και συνήθως ολιγογράμματους. Εντύπωση προκαλεί η ύπαρξη λογίων λέξεων ή φράσεων, πιθανή επιρροή από την εκκλησιαστική υμνολογία και γραμματεία. Σημειώνει σχετικά ο Ν.Γ.Πολίτης: «[…] προπάντων δ’ όμως (τα σιφνέικα κάλαντα) ελκύουσι την προσοχή ως γλωσσικά μνημεία.

Ενώ οι ποιήσαντες αυτά είναι άνθρωποι του λαού, η γλώσσα των είναι μικτή και ανώμαλος, εν τισί μάλλον εις την των λογίων αποκλίνουσα ή εις την δημώδη. Άλλως δεν δυνάμεθα να εξηγήσωμεν το εξαιρετικόν τούτο φαινόμενον, ειμή εκ της ροπής ην έσχον εις το είδος τούτο των στιχουργημάτων τα συνήθη και εις απάσας τας ελληνικάς χώρας διαδεδομένα παλαιότατα κάλανδα, τα πιθανώς υπό μοναχών ή άλλων λογίων εις μακαρονικής γλώσσαν συντεταμένα» (Πολίτης, 1911-12, σ.662). Φαίνεται δηλαδή ότι, κατά το παρελθόν, τα κάλαντα συνέθεταν κάποιοι που γνώριζαν μια λογιότερη μορφή της γλώσσας, οπωσδήποτε περισσότερο επιμελημένη. Και προφανώς τέτοιοι ήταν, εκτός από τους δασκάλους και τους νομικούς, οι ιερωμένοι.

Είναι λοιπόν σαφές ότι τα σιφνέικα κάλαντα, εκτός από ιστορικά τεκμήρια, αποτελούν και αντικείμενο πρόσφορο σε ποικίλη έρευνα, όχι μόνο λαογραφική, αλλά παράλληλα γλωσσολογική αλλά και ιστορική.

Τα κάλαντα μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε αυτά που αφορούν μικρά παιδιά, εκκλησίες, σχολεία, συλλόγους, αλλά και ενήλικες. Εκφράζουν τα όνειρα και τις φιλοδοξίες των μικρών παιδιών, τα οποία υπόσχονται να γίνουν χρήσιμοι πολίτες και να βοηθήσουν το χωριό τους, τις ανάγκες για ανοικοδόμηση, ανακαίνιση ή επιδιόρθωση των εκκλησιών και άλλους κοινωφελείς σκοπούς, για τους οποίους ζητούν συνδρομή. Με λίγα λόγια, κάθε ανάγκη κοινωφελούς, φιλανθρωπικού ή άλλου έκτακτου σκοπού, μπορούσε να καλυφθεί και να υποστηριχτεί μέσω του εθίμου των Καλάντων. Πολύ συχνά διατυπώνουν εύστοχη κριτική για την κοινωνική και πολιτική κατάσταση στο νησί, αλλά και στη χώρα γενικότερα, για σημαντικά γεγονότα και πρόσωπα της χρονιάς που πέρασε και, ασφαλώς, καταλήγουν σε ευχές και επαίνους για τους οικοδεσπότες. Δεν είναι λίγες, βέβαια, οι φορές που τα κάλαντα που αναφέρονται σε ενήλικες εγκωμιάζουν και διακωμωδούν με σατιρικά στιχάκια, πάντα καλοπροαίρετα, πρόσωπα και καταστάσεις του νησιού.

Ο σιφνιός δημοσιογράφος, συγγραφέας και ποιητής Ν.Γ. Σταφυλοπάτης στην αξιομνημόνευτη μελέτη του για τα σιφνέικα κάλαντα τα κατηγοριοποιεί ως εξής:

α) Κάλαντα για εθνικά, ιστορικά και σημαντικά γεγονότα, β) Για τον πόλεμο 1940-41 και την Ιταλογερμανική κατοχή, γ) Επαινετικά για τη Σίφνο, τον πολιτισμό της και τις φυσικές ομορφιές της, δ) Για τη συντήρηση και επισκευή των εκκλησιών του νησιού, ε) Για τα σχολεία και τα Σιφνιακά Σωματεία, ε) για τους ναυτικούς και τους ξενιτεμένους, στ) για τους μικρούς καλαντιστές, ζ) για τους βιολιτζήδες και τους ταχυδρόμους, η) σατιρικά και άλλα.

Συνήθως, οι σύλλογοι και οι επιτροπές συνοδεύονται από τοπικά μουσικά όργανα – βιολί και λαούτο , ενώ στο δρόμο, κατά τη μετακίνηση από σπίτι σε σπίτι, τα όργανα παίζουν και τραγουδούν διάφορα δρομικά τραγούδια (π.χ. «Στου βοριά το μπαλκονάκι»), ενώ στα σπίτια οι «ποιητές» της συντροφιάς εύχονται τραγουδιστά στους οικοδεσπότες.

Οι επιτροπές των συλλόγων ή των εκκλησιών φροντίζουν ώστε το έντυπο των καλάντων να κυκλοφορήσει όχι μόνο στα σπίτια τα οποία επισκέπτονται, αλλά και στην «ξενιτιά» - στη Σύρα, στην Αθήνα και στον Πειραιά, στην Κωνσταντινούπουλη, στην Αίγυπτο και όπου αλλού ζουν σιφνιοί - ζητώντας τη συνδρομή όλων για τους σκοπούς των καλάντων.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κάλαντα της επιτροπής της Παναγίας του Κάτω Πεταλιού, που ψάλλονται αδιαλείπτως, ήδη από το 1880, από την εκκλησιαστική επιτροπή και τους χωριανούς για τις ανάγκες του ναού.

Ο αείμνηστος Νικόλαος Γ.Προμπονάς, φιλόλογος και συγγραφέας, συστηματικός μελετητής των σιφνέικων καλάντων, με αφορμή την διενέργεια των «Διαγωνισμών Καλάντων» από το Δήμο Σίφνου διατύπωσε συγκεκριμένα κριτήρια επιλογής των «καλύτερων» καλάντων, αλλά και «κανόνες» που διέπουν τη σύνθεση όλων (Σιφναίικα Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα, 2000 & 2003). Τα κριτήρια είναι τα εξής: α) η ευρηματικότητα και η πρωτοτυπία στο θέμα και στο περιεχόμενο, β) η στιχουργική αρτιότητα, γ) οι πνευματώδεις αστεϊσμοί, δ) ο σεβασμός στην παράδοση και, μερικές φορές, ε) η υποκριτική ικανότητα του ποιητή, δηλαδή κατά πόσον ταιριάζουν τα κάλαντα στην ηλικία και την προσωπικότητα του καλαντιστή.
Οι «κανόνες» είναι περισσότεροι αναλυτικοί. Αναφέρει σχετικά ότι:
  • τα κάλαντα «είναι προτιμότερο να γράφονται στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα»
  • ειδικά τα παιδικά κάλαντα, «καλό είναι να μην υπερβαίνουν σε έκταση τις τέσσερις με πέντε στροφές», ώστε τα παιδιά «δεν θα υποχρεώνονται στη βιασύνη τους να προφτάσουν να πάνε σε περισσότερα σπίτια, να απαγγέλουν αντί να ψάλλουν τα κάλαντα»
  • «κάθε στροφή να είναι νοηματικά αυτοτελής, δηλαδή το νόημα, το ουσιαστικό περιεχόμενο να ολοκληρώνεται σε κάθε στροφή και όχι να συνεχίζεται σε δύο ή σε τρεις ή και περισσότερες στροφές»
  • Ως προς τη μετρική, κάθε στροφή αποτελείται από τέσσερις στίχους: δύο ιαμβικούς οχτασύλλαβους οξύτονους (δηλαδή να έχουν το ρυθμό: λα-λά / λα-λά / λα-λά / λα-λά) και δύο τροχαϊκούς οχτασύλλαβους παροξύτονους (δηλαδή να έχουν το ρυθμό: λά-λα / λά-λα / λά-λα / λά-λα). Έτσι, λοιπόν, μια στροφή για να τραγουδηθεί πάνω στον τοπικό σκοπό, πρέπει να έχει ρυθμό και για να έχει ρυθμό πρέπει να έχει μέτρο, δηλαδή σταθερά τονισμένες συλλαβές, χωρίς χασμωδίες (συμπτωματική αλληλουχία φωνηέντων) και με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία ανά δύο στίχους, ο πρώτος με το δεύτερο και ο τρίτος με τον τέταρτο.
  • Επισημαίνει, τέλος, ότι «είναι καλό, όταν ο ρυθμός δεν μας ικανοποιεί, να ξαναδουλεύουμε το στίχο, για να επιτύχουμε το καλύτερο αποτέλεσμα».
Ο αριθμός των λαϊκών ποιητών και στιχουργών που τραγούδησαν επιτυχημένα τη ζωή του νησιού είναι μεγάλος. Ως παλαιότεροι στιχουργοί καλάντων αναφέρονται - τιμής ένεκεν - οι εξής: Καλλίτσα Τριανταφύλλου – Χρύσου (1873-1945), Αντώνιος Νικ.Δεκαβάλλας (1851-1923), Γεώργιος Ν. Βαττής (Καραβάς) (1857-1931), Αλέξανδρος Μαγκανιέρης (1865-1938), Γιώργης Ζαμπέλης (Παπαγιαννούλης) (1856-1920), Κωνσταντίνος Παπαγιάννης (Κωνσταντίνι) (1873-1944), Αιμίλιος Αντ. Βέλλης (1861-1932), Ελένη Αντ. Τρούλλου (της Πετρούς) (1855-1945), Μαρία Εμμ. Νερούτσου (Πετρωμένη) (1869-1946), Αντώνιος Μιχ. Ζαμαρίας (ο γερο-Ζαμαρίας), αλλά και οι νεότεροι Νικόλαος Γοζαδίνος (Σκουλής), Γεώργιος Αλιμπέρτης, Ιωάννης Σαραντινός, Ιωάννης Αλ. Μαγκανιέρης, Ιωάννης Θεοδώρου (Καλοεράκι), Μαρία Ν. Βασταρδή, Ζαννής Ονούφριος, Καίτη Γεροντοπούλου. Ο κατάλογος των λαϊκών στιχουργών είναι ατελείωτος, ανανεώνεται και συμπληρώνεται διαρκώς.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία για τα Σιφνέικα Κάλαντα:

  1. Φιλάρετου, Β. αρχιμανδρίτη (1986), Σιφνιακή Λαογραφία: Κάλαντα της Σίφνου Πρωτοχρονιάς 1986, Αθήνα: Έκδοση του Σιφνιακού Πνευματικού Ιδρύματος «Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος», Μονγκού.
  2. Δραγάτση, Ι.Χ. (1929), «Τα κάλαντα εν Σίφνω τω 1859» στο περιοδικό Νέα Εστία, τεύχος 49, σελ.11-13.
  3. Ήμελλου, Σ.Δ. (1996), «Αναορές στο λαϊκό πολιτισμό» στο Επτά Ημέρες της Καθημερινής: Σίφνος, Το απολλώνιο φως, Κυριακή 11 Αυγούστου 1996, σελ.24-25.
  4. Λαογραφία (Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας), τόμος 3ος, 1911-12 (σελ.652-662), τόμος 4ος, 1912-13 (σελ.280-283), τόμος 8ος, 1921 (σελ.225-229)
  5. Πεταλιανού, Γ. (1949), «Γιορτινά» στο: Απ΄τη ζωή του νησιού μου: Χρονογραφήματα – Ευθυμογραφήματα, Αθήναι, σ.8-9
  6. Προμπονά, Ν.Γ. (2000), «Εισαγωγή» στο Τα σιφναίικα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα του 2000, έκδοση του Δήμου Σίφνου.
  7. Προμπονά, Ν.Γ. (2003), Σιφναίικα Πρωτοχρονιάτικα 2001-2002, Έκδοση: Δήμος Σίφνου.
  8. Προμπονά, Ν.Γ., Η Σίφνος: Ξεναγός στο ωραίο και αγαπημένο νησί. -Έκδοση του Συνδέσμου Σιφνίνω, Αθήνα 2014, σελ. 219-221
  9. Σπεράντσα, Θ.Κ., Τα πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα ες Σίφνον, Εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», 1.1.1948
  10. Σταφυλοπάτη, Ν.Γ. (1997), Τα λαϊκά τραγούδια και τα κάλαντα της Σίφνου (1829-1980), Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
  11. Τρούλλου, Α. Γ. (1980), Τα κάλαντα στη σιφναϊκή παράδοση, Πειραιάς.