Σπίτι Άγγελου Ι. Χρυσοφού

Αποθετήριο Νο332

29 Φεβρουαρίου 1912.

Χορός στο σπίτι του Άγγελου Ι. Χρυσοφού.

Οι ποιητές: Αντώνιος Ν. Δεκαβάλλας, Αντώνιος Κ. Βενιός, Αντώνιος Κορακής, Κωνσταντίνος Γ. Δεπάστας, Άγγελος Ι. Χρυσοφός, Αιμίλιος Βέλλης, Ιωάννης Χρυσοφός, Αλέξανδρος Μαγκανιέρης. Γεώργιος Ζαμαρίας, Αντώνιος Συναδινός.

Χρονολογία: 1912
Δημοσιεύτηκε από: Επιμελητής No1 Π.Σ.Σ
Δημοσιεύτηκε στις: 02 Απρ 2025
Τεκμήρια: 6

Αιμίλιος Βέλλης:

Πρόσωπα ἦλθαν εὐγενῆ,

ἐδῶ νὰ μᾶς τιμήσουν,

Καὶ σπεύδουσι τὰ χείλη μου,

νὰ τὰ καλησπερίσουν.

 

Άγγελος Χρυσοφός:

Όπως μπορεῖ ἡ γλῶσσά μου,

νὰ τὰ τιμήσῃ θέλει

Καὶ ἐμεῖς καλησπερίζομε,

Αιμίλιε τοῦ Βέλλη,

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Τιμὴ μεγάλη εἰς ἡμᾶς, 

ἡ ξένη παρουσία,

Σας χαιρετῶ σχολάρχα μου, 

μ' ὅλη τὴ συντροφία. 

 

Γιὰ τὴ γλυκιά πατρίδα μας, 

τὸ αἷμά μου τὸ χύνω

ἀλλ᾽ ὅμως δηλητήριον, 

ἀπὸ τὸν κόσμο πίνω.

 

Άγγελος Χρυσοφός:

Ξεύρουν ποιὸς εἶσαι κι᾿ ἔγνοιά σου, 

ποσῶς νὰ μὴ φοβᾶσαι,

Καὶ νικητὴς Αιμίλιε, 

πιστεύω πῶς θὲ νᾶσαι.

 

Αντώνιος Βενιός:

᾿Απόψε ποῦ ἐκάθησε, 

σὲ μέρος να ρεμβάζῃ,

Εὑρέθηκε τὸ πρόσταγμα, 

πολὺ νὰ τὸν βιάζῃ.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Τοῦ Δεκαβάλλε, Καραβά 

μήνυμα νὰ τοὺς στείλης

Οσον τὸ γληγορώτερον, 

ὦ Αγγελὲ ὀφείλεις.

 

"Ας προχωρήσῃ ὁ χορός, 

μὴ τὴν οὐσίαν χάνει,

Οι ξένοι στέκουνται ἐδῶ, 

καὶ κάνουνε συριάνει.

 

᾿Εὰν θὰ τραγουδήσετε, 

νὰ ἐξακολουθήσω,

ἄλλως θὰ σηκωθώ κι᾿ ἐγώ, 

εὐθὺς ν᾿ ἀναχωρήσω.

 

Αντώνιος Βενιός:

Η θέσις ὅπου κάθεσαι, 

εἶναι κεντρικωτάτη,

Γιατί σου μένει καὶ καιρός, 

καὶ γνέφῃς μὲ τὸ μάτι.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Λυπούμαι ᾿Αντώνη νὰ θωρῶ, 

την τόση ἀταξία,

Καὶ βάλετε εἰς τὸ χορό, 

πλέον τὴν εὐταξία.

 

Αντώνιος Βενιός:

Εγώ πιστεύω Αιμίλιε, 

νομίζω πῶς δὲ σφάλλω,

Νὰ ποιάσω καὶ τὸ σκάλαθρο, 

πάλι δὲν θὰ σὲ βγάλω.

 

Άγγελος Χρυσοφός:

Αντώνη παρεκτρέπεσαι, 

καὶ σοῦ ζητῶ συγγνώμη

Ποιὸς εἶναι ὁ Αἰμίλιος, 

δὲν γνώρισες ἀκόμη.

 

Νὰ μὴ μοῦ γκύξετε κανείς, 

σ᾽ ἐκεῖνα που λατρεύω

Γίνομαι λέων προς στιγμή, 

τελείως καὶ θηρεύω.

 

Κανένα ω Αιμίλιε, 

σοῦ λέγω μὴ φοβάσαι,

Σὲ συμβουλεύω στὸ ἑξῆς, 

πρέπει γενναῖος νάσαι.

 

Αντώνιος Βενιός:

Θὰ σοῦ τὰ κάμω θάλασσα, 

ἐγὼ στὸν ἔρωτά σου,

Γιατί εἶμαι πλησιέστερος, 

δεν κάθεται κοντά σου.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Δὲν ἐφοβήθηκα ποτέ, 

στον πόλεμον ἐπάνω,

Σὰν παλληκάρι πάντοτε, 

τὸ μέρος μου τὸ κάνω.

 

Άγγελος Χρυσοφός:

Ετσι σὲ θέλω μαχητή, 

Αιμίλιε νὰ εἶσαι,

ἀλλ᾽ ὅμως εἰς τὸ ζήτημα, 

τοῦ ἔρωτος φοβεῖσαι.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Φέρε ἐδῶ τοὺς μαχητάς 

καὶ ἐγὼ νὰ πολεμήσω,

Μὲ ἕνα βέλος φλογερό, 

νὰ τοὺς καταποντίσω.

 

Ιωάννης Χρυσοφός:

Πάντοτε βλέπω ο Βενιός, 

του βράζει τὸ σιτάρι,

Καὶ νὰ τρυπώσῃ πολεμᾷ, 

σὰν ποντικός στ' αμπάρι,

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Εὔκολα δὲν τρυπώνω 'γώ, 

ὁ Βέλλης νὰ γνωρίζης

καὶ παῦσε ποιὰ καὶ σὺ Βενιέ, 

ἐμὲ νὰ σκανδαλίζης

 

Αντώνιος Βενιός:

Δὲν εἶμαι νέος ν' ἀγαπῶ, 

εἰς τὸν Θεὸν σ᾿ ἀμώνω

ἀλλ' ὅταν ἔχω συγγενεῖς, 

τὸ κάτι τι γκυλώνω,

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Πάντα κεντᾷς, πάντα γκελᾷς, 

τὸ σκάνδαλό μου εἶσαι,

Θὲ νὰ σοῦ δώσω μάθημα, 

ὅπου θὰ τὸ θυμῆσαι.

 

Ιωάννης Χρυσοφός:

Νὰ τὸν προσέχῃς τὸ Βενιό, 

γιατί τα καταφέρνει

κι ὅπου κι ἂν μπῇ ἀντίθετος, 

καὶ τὰ παπούτσια πέρνει

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Ποῦ εἶναι καὶ δὲν φαίνονται, 

οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι

Θαρρῶ ἀπόψε ὁ χορός, 

θυσία θὲ νὰ γίνῃ.

 

Αντώνιος Βενιός:

Εδῶ ποῦ ἐφουντάρισες, 

ἦλθες καὶ νὰ σαρπάρης,

Γιατί εἶναι ἐδῶ ὁ ἥλιος, 

γιὰ σὲ καὶ τὸ φεγγάρι.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Βλέπω ἐγὼ τὸν ἥλιον, 

βλέπω καὶ τὴ σελήνη,

καὶ πότε πότε καὶ αὐτή, 

τὴν λάμψιν της μου χύνει.

 

Ιωάννης Χρυσοφός:

Μὴν τοῦ πιστεύεις τοῦ Βενιοῦ, 

ὅσα καὶ ἂν σου τάξῃ,

Μὲ τὴ διπλωματία του,

ἔξω θὰ σὲ πετάξῃ.

 

Αντώνιος Βενιός:

Εγώ 'χω ἕνα ἐξάδελφο,

ὁμοίως κι' ἕνα φίλο,

Μὰ δὲ γνωρίζω ἀπ' τοὺς δυό, 

ἀπ᾿ ἕνα ἐλπίζω ξύλο.

 

Αντώνιος Συναδινός:

Λυποῦμαι εἰς ὅσα ἀγροικῶ, 

μὲ ὅλη τὴν ψυχή μου

Σαλπάρισε τὴν ἄγκυρα, 

κι' ἔλα λοιπόν μαζύ μου.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Το χρέος μου ἐζήτησα, 

ἐγὼ διὰ νὰ πράξω,

Θ' αναχωρήσω μια στιγμή, 

τώρα θὲ νὰ τὸ πράξω.

 

Αντώνιος Βενιός:

Δὲν εἶναι αὐτὴ Συνοδινέ, 

σκέψις καὶ ἐξυπνάδα,

Νὰ διώξῃς τὸν Αἰμίλιον, 

μακρὰν ἀπ᾿ τὴν κουνιάδα.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Ατάραχος ὡς τὸ πρωΐ, 

θὰ ἐξακολουθήσω,

Συνέχεια τοῦ θέματος, 

ἐγὼ δὲ νὰ κρατήσω.

 

Βάστα τὸ θέμα το γλυκύ, 

Αντώνη τρεῖς ἡμέρες

κι' ἂς πέφτουνε ἐπάνω μου, 

αλύπητες οἱ σφαῖρες.

 

Αντώνιος Βενιός:

Τί νὰ σοῦ κάμω φίλε μου, 

ἂν σοῦ τὸ ὁμολογήσω

Στὸν ἐδικό σου έρωτα, 

μάθε θὰ σ᾿ ἀδικήσω.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Επιάστηκε ἡ φωνήτωνε, 

βλέπω μὲ ἀπορία,

καὶ θὲ νὰ μείνῃ ὁ χορός, 

εἰς τοῦ λουτροῦ τὰ κρύα.

 

Γεώργιος Ζαμαρίας:

Εχεις την τὴν εὐγένειαν, 

ἔχεις την καὶ τὴν χάρι,

Βλέπω καὶ ἀνεσήκωσες 

κύριε τὸν Γρυπάρη.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Σὰν ὁμιλῇς τὰ λόγια σου, 

νὰ ξέρῃς ποῦ τὰ στέλλεις,

Ποιὸς σοῦ εἶπε πῶς φελλοπατῆ, 

Αιμίλιος ὁ Βέλλης ;

 

Γεώργιος Ζαμαρίας:

Αἰμίλιε τί ἔπαθες ; 

γιὰ πές μου μὲ ποιο τἄχεις;

Σαν μεθυσμένος βρίσκεσαι, 

εἴτε χαμένα τἄχεις.

 

Αντώνιος Βενιός:

Μὰ καὶ ἡ κόρη ποὖναι ἐδῶ, 

δακρύζει συλλογάται

Παρακαλῶ ὦ φίλοι μου, 

ὀλίγον σιωπᾶτε.

 

Μαργαρώ Χρ.:

Αλέξανδρε που βρίσκεσαι, 

πρέπει νὰ σοῦ γροικοῦμε,

Ορίστε μέσα καὶ ἐσεῖς, 

πεντέξε νὰ εἰποῦμε.

 

Αλέξανδρος Μαγκανιέρης: 

Δυὸ τρεῖς ὀργιὲς πετάκτηκα, 

ἀπὸ τὴν γῆν ἐπάνω

Νὰ τραγουδῇς νὰ σοῦ γροικῶ, 

ποτὲ δὲν θ᾽ ἀπεθάνω.

 

Μαργαρώ Χρ.:

Κι' ἐγὼ τὴν τόση μου χαρά, 

θὰ σοῦ τὴν φανερώσω,

Και τώρα τὸ καθῆκον μου, 

ὀφείλω να πληρώσω.

 

Αλέξανδρος Μαγκανιέρης:

Ω ζαχαρένια γλῶσσα μου, 

ὦ στόμα μυρωδάτο

ἂν ἐβαστοῦσα φαρφουριά, 

θὰ τὰ κτυποῦσα κάτω.

 

Μαργαρώ Χρ.:

Ανοιξες τ᾿ ἀχειλάκι σου, 

ἠπέταξε ἡ καρδιά μου,

Δὲν ημπορῶ ἀλλὰ γιὰ σᾶς, 

βάζω τα δυνατά μου.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Ω Μαργαρὼ τραγούδησε, 

ἐδῶ σὰν ἀηδόνι,

Οποιος τὸν ἦχον σου γροικᾷ, 

τοῦ φεύγουνε οἱ πόνοι. 

 

Μαργαρώ Χρ.:

Ελα και δός μου μάθημα, 

μὰ δὲ σοῦ δίδει κόπο

Να μάθω ὦ Αλέξανδρε, 

ποιήσεως τον τρόπο.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Εσύσαι ἡ δασκάλισσα, 

μάθημα τί γυρεύεις;

Μέσα στὸν κύκλον τοῦ χοροῦ, 

ἐσὺ ἐδῶ πρωτεύεις.

 

Εγώ σοῦ ἐτραγούδησα, 

ἀπάντησιν δὲν βλέπω,

Καὶ διὰ τοῦτο Μαργαρώ, 

εἰς ἀπορίαν στέκω.

 

Μπ.:

Θαρρῶ καὶ πάλι τὄκαμες,

τὸ πάσο τοῦ Γρυπάρη,

Μὴν ἀνεβαίνῃς στα ψηλά, 

κι' αγέρας θὰ σὲ πάρῃ.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Πάλι ψηλὰ ν' ἀναβῶ,

διὰ νὰ σᾶς θαυμάσω,

Τα πρόσωπα τὰ φιλικά,

να περιδιαβάσω.

 

Άγγελος Χρυσοφός:

Αλλος ἐδῶ, ἄλλως ἐκεῖ, 

ποῦ νὰ σᾶς σὲ προκάμῃ,

ἀπόψε ὦ Αιμίλιε, 

σὲ πῆρε τὸ ποτάμι.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Ξέρεις ἐσὺ ὦ Αγγελέ, 

ἐγὼ δὲν τρώγω χάπια,

ἄνοιξε τὰ κατάστιχα, 

βασιᾶτε τὰ κιτάπια.

 

Επαυσε πλέον νὰ ἠχῇ, 

ὦ Μαργαρ᾿ ἡ φωνή σου,

Τοῦτο πολὺ μᾶς σὲ λυπεῖ,

τὸ λέγω προς τιμή σου.

 

Η σιωπή βασίλευσε, 

πάει κι' ἡ εὐθυμία,

αὐτὴ τὴν διεδέχθη ἐδῶ, 

μεγάλη ἀθυμία.

 

Αντώνιος Βενιός:

Μοῦ λέγει φίλε ἡ Κατέ, 

ἐχάλασε ἡ καρδιά μου,

Δὲν θέλω τὸν Αἰμίλιον, 

νὰ βλέπω ποιὰ μπροστά μου.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Εγὼ ὅμως ἐξακολουθῶ, 

λατρεία νὰ προσφέρω

ἂν καὶ μοῦ ἔδωσαν, ἐμέ, 

τὸ ὄνομά μου γέρο.

 

Αντώνιος Βενιός:

Βλέπω ἐπῆρε πρόχωμα, 

διὰ νὰ μὴ σὲ βλέπῃ,

ἄμε λοιπὸν Αἰμίλιε, 

νὰ πιῆς ἕνα σαλέπι.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Δὲν κρύωσε θερμάνθηκε, 

πιότερο ἡ καρδιά μου,

κι' εἰς τὸ ἑξῆς γλυκύτερα, 

θὰ εἶν᾿ τὰ βλέμματά μου

 

Μπ.:

Τον θωρῶ χειρότερο, 

μέρα μὲ τὴν ἡμέρα,

προσέξετε κορίτσια μου, 

γιατί ἐπῆρε πέρα.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Αμε καμένε νὰ πνιγῇς, 

κάτω εἰς τὸ γιοφύρι,

Που τραγουδεῖς σὰν ποντικός, 

ἀπὸ τὸ παραθύρι.

 

Αντώνιος Βενιός:

Μὰ καὶ ἡ Κατὲ ποῦ ἄρχισε, 

γλυκὰ νὰ τὸν κυττάζῃ

Μοῦ λέγει εἰς τὴν λεβεντιά, 

κανένας δὲν τοῦ μοιάζει,

 

Μπ.:

Εχάσαμε τον αρχηγό, 

χάλασε ἡ καρδιά μου,

Πηγαίνω κι' ἐγὼ φίλοι μου,

ἀμέσως στη δουλειά μου

 

Άγγελος Χρυσοφός:

῾Ο Βέλλης δὲν ἐθύμωσε, 

δὲ φεύγει ἀπ' 'δῶ πέρα

ἀλλὰ εὐγῆκε ὡς ἄνθρωπος, 

νὰ πάρῃ ὀλίγο αέρα.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Δὲν ντρέπομαι τοὺς εὐγενεῖς, 

τους ξένους τοὺς ἀνθρώπους,

τί θὰ ἀποκομίσωσι 

με τους δικούς των τρόπους.

 

Πάντα το χρόνο μια φορά, 

αὐτὰ θὰ μοῦ τὰ κάμουν

Μαζύ μου δὲν τὰ βγάζουνε, 

καὶ πᾶνε ν᾿ ἀπεθάνουν.

 

Αντώνιος Βενιός:

Τι νὰ σοῦ κάμω 'γὼ Κατέ, 

σ' αὐτὰ τὰ ιντερέσα,

ἔχε ὀλίγη υπομονή, 

θαρρῶ πῶς θάρθη μέσα.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Μὲ πολεμοῦν στὴ ᾿Εκκλησιά, 

κι' εἰς κάθε ἄλλο βήμα,

ἀλλὰ καὶ στὴν ἀγάπη μου, 

θαρῶ πῶς εἶναι κρίμα.

 

Μπ.:

Το όνομά σου ἀκουστό, 

ανατολὴ καὶ Δύσι,

Μὰ τὴν Κατέ ποῦ ἀγαπᾷς, 

ἄλλος θὰ τὴν κερδίσῃ.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Είπα κι' ἐγὼ στον τόπον μας, 

ἕνα καλὸ νὰ κάμω

ἀλλὰ διὰ τὸν ἔρωτα, 

ἐγὼ δὲν θ' ά πεθάνω.

 

Γεώργιος Ζαμαρίας:

 Ἂς παύσουν οἱ κατακριταί, 

τί εἶναι αὐτὸ τὸ χάλι

Πῶς ν᾿ ἀναπνεύσῃ ὁ ἄνθρωπος, 

μέσα σε τέτοια πάλη.

 

Αλέξανδρος Μαγκανιέρης:

Βαστῷ τὸ δικαστήριο, 

τοῦ ἔθνους τὸ μεγάλο,

Αιμίλιο στη φυλακή, 

ἂν εἶσαι, θὰ σὲ βγάλω.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Σ' εὐχαριστῶ Αλέξανδρε, 

μοῦ δρόσισες τὰ χείλη

Φαρμάκι με ποτίσανε, 

απὄψε όλ' οἱ φίλοι.

 

Αλέξανδρος Μαγκανιέρης:

Πραγματικῶς σὲ φέρανε, 

εἰς σὲ ἀθλίαν θέση,

ἀλλὰ καὶ τὰ ζιζάνια, 

δὲν λείπουν ἀπ' τη μέση,

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Το στόμα σου φιλόσοφε, 

με προσοχὴ ν' ἀνοίξης

Μὴ ἦλθες πάλι με ψευτιές, 

ἐδῶ γιὰ νὰ μὲ πνίξης,

 

Γεώργιος Ζαμαρίας:

Θὰ παύση πλέον τὸ κακό,

θὰ γίνῃ ἡ εἰρήνη,

τώρα που ήλθαμε ἐμεῖς, 

θὰ δῆς ἐδῶ γαλήνη.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Η πρώτη περιποίησις, 

είναι που με πες ψεύτη,

κι' ἀπόψε άναψα φωτιά, 

γιὰ νὰ σοῦ βάλλω νεῦτη.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Από προχθες τὰ δόντια μου 

γιὰ λόγου σ' ακονίζω

καὶ ἀπ' ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς, 

κάστανα δεν χαρίζω.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Τροχίζεσαι ἐναντίον μου, 

καὶ βάζεις τὴν καψούλα

Πές μου ἐγὼ τί σοὔφταιξα, 

γιὰ τὴν παπαδοπουλα.

 

Γεώργιος Ζαμαρίας:

Αφοῦ τὸν ἐκατάκριναν, 

τὸν ἔβαλαν στὸ λάκκο

ήλθες καὶ τοῦπες ἀφορμή, 

τελεία γιὰ τὸν τάφο.

 

Απόψε οἱ γεροντονιοί, 

ἤλθανε μαζεμένοι,

σὰν τὸ σημερινὸ βοριά, 

εἶν' ἐξαγριεμένοι.

 

Μαργαρώ Χρ.:

Καλῶς ἦρχαν τὰ σύννεφα, 

καὶ φέρανε το χιόνι,

Γυρίστε δέτε, τὸ Γκαρή,

ποῦ ἔπιασε εἰς τὸ χορό, 

τὴς νέες νὰ πληγώνῃ.

 

Αντώνιος Βενιός:

Αφης αὐτόνο νὰ χαρῇ, 

ἄφης τὸ παλικάρι,

διπλὸ κουσοῦρι θὲ νὰ βρῇ, 

ἀπ᾿ τὸ πολὺ καμάρι.

 

Γεώργιος Ζαμαρίας:

Αφήστεμε παρακαλῶ, 

νὰ δῶ ποῦ σουρτουκεύη.

νὰ δοῦμε ὁ Συναδινός, 

που ψάχει τί γυρεύει ;

 

Αντώνιος Συναδινός:

Αν δεν βαριέσε Γιώργη μου,

ὅσα κι᾿ ἂν θέλῃς κτύπα

Ποιὰ κόρη βλέπει τὸν Γκαρῆ, 

ποῦ νὰ τὸν εὕρῃ τύφλα.

 

Αντώνιος Βενιός:

᾿Εκτὸς ἀπὸ τὰ μοῦτρα του, 

ἔχει καὶ ἄλλη χάρι,

Γιατί ἔχει εἰς τὸ σπῆτι του, 

τὸ μαῦρο το χαβιάρι.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Ω Μαργαρώ μὴ σιωπᾷς, 

γιατί παρεξηγεῖσαι,

δεῖκτε τὸ μέλι στο χορό, 

ποσῶς μὴ συλλογεῖσαι.

 

Αντώνιος Συναδινός:

Λὲς γιὰ τοῦ Βέλλη τὸ παιδί, 

καὶ ἀπορῶ τ᾽ εἶν᾿ τοῦτα

Εσὺ εἶσαι ἀπ' τὴ Μοναχή, 

τί θέλεις εἰς τὴν Κροῦστα.

 

Γεώργιος Ζαμαρίας:

Αν ήμαστ᾽ ἔξω τοῦ χοροῦ, 

θὲ νὰ μᾶς εὕρῃς τρόπο

Θὰ δῆς ὅτι στολίζομεν, 

Αντώνη μου τὸν τόπο.

 

Αντώνιος Συναδινός:

Θαυμάζομέ το κι' ἀπορῶ, 

πῶς εἶσ᾽ ἀπ' τοὺς σπουδαίους,

ὄχι ν' ἀνεκατέβεσαι, 

Γιώργη μου μὲ τοὺς νέους.

 

Γεώργιος Ζαμαρίας:

Νὰ σοῦ κτυπήσω ἤθελα, 

καὶ θὲ νὰ σὲ πειράξω,

δεν θέλω στη γυναῖκα σου, 

πολὺ φωτιά ν' ανάψω.

 

Τοῦ δίδω τὸ δικαίωμα, 

σαν νιὸς σὰν παλικάρι,

ἂς λείψῃ πλέον ἀπὸ μᾶς, 

τοῦ φουστανιοῦ ἡ χάρι.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Τὴν ἄδειαν ὦ Μαργαρώ, 

ἀπὸ τοὺς φίλους πῆρα

κελάδησες κι' ἡ φήμη σου, 

θὰ φθάσῃ μές στη Σύρα.

 

Γεώργιος Ζαμαρίας:

Αδὲ πῶς φαίνονται ἡ νιοι, 

μὲ τὸ ἐνδιαφέρο,

τα κάλλη σου Αιμίλιε, 

μὲ ποια θὲ νὰ τὰ φέρω;

 

Δὲν εἶναι ζήτημα αυτό, 

ἀπέναντι μια χάρι,

ἔχει τὴν σταθερότητα, 

τοῦ Μπέλλη τὸ καμάρι.