Σπίτι Άγγελου Ι. Χρυσοφού

Αποθετήριο Νο331

26 Φεβρουαρίου 1912.

Χορός στο σπίτι του Άγγελου Ι. Χρυσοφού.

Οι ποιητές: Αντώνιος Ν. Δεκαβάλλας, Αντώνιος Κ. Βενιός, Αντώνιος Κορακής, Κωνσταντίνος Γ. Δεπάστας, Άγγελος Ι. Χρυσοφός.

Χρονολογία: 1912
Δημοσιεύτηκε από: Επιμελητής No1 Π.Σ.Σ
Δημοσιεύτηκε στις: 02 Απρ 2025
Τεκμήρια: 5

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Μάν' ὁ Φραγκούλης ἔρημος, 

ἐκάθησε στη πλώρη,

καὶ μελετᾷ τὸν ἔρωτα, 

μ' όποια τ' ἀρέσῃ κόρη.

 

Αντώνιος Βενιός:

Ητανε τέτοια ἡ χροιά, 

μεγάλη εὐφορία,

καὶ στὸ λῃοτρίβη μπλέκτηκε, 

κι' ἠπόμεινε στὰ κρύα.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Βοήθησε τον Μαργαρώ, 

καὶ γὼ νὰ τὸν συντρέξω

γιατ᾽ εἶναι πρωταγάπητος, 

γιὰ νὰ μήν πέσουν ἔξω.

 

Κωνσταντίνος Δεπάστας:

Τὄχεις τὸ μαῦρο φυσικό, 

πάντοτε τέτιες μέρες.

γιὰ νὰ παντρεύῃς νιὲς καὶ νιοί, 

με ζυμαρένιες Βέρες.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Εὑρῆκα καὶ παράπονο, 

ἀντὶ γιὰ θυμιατήρι,

παντρεύω τὴν κουνιάδα σου, 

δικό σου ν' τό χατῆρι.

 

Εσύ 'σαι ὦ Δεπάστέ μου; 

ἄργησες στη βεγγέρα,

καὶ πᾶρε μιὰ ὁλόκαρδη, 

τ' Αντώνη καλησπέρα.

 

Άγγελος Χρυσοφός:

Εἶναι βρεμμένος δυνατά, 

τὸν τσάκισε ἡ μπόρα,

που μετακόμιζε κρασί, 

ἀπὸ τὰ τ᾿ ἀργὰ ὡς τώρα.

 

Κωνσταντίνος Δεπάστας:

Καλὰ νὰ πάθης Κωνσταντῆ,

εὑρῆκες τὸ μπελά σου

πόσο καλὰ ποῦ ἤσουνε, 

μαζὶ μὲ τὰ παιδιά σου.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Κάθε Τσικνόπεφτη σε τρῶν, 

τοῦ κόσμου τὰ μαμούνια

καὶ φέτος ἐφρονίμεψες, 

καὶ σέ βαλαν στην κούνια

 

Κωνσταντίνος Δεπάστας:

Αφοῦ δὲν ἔχω μέσα μου, 

κάτι νὰ μὲ πειράζῃ,

αὐτόνο εἶναι ᾿Αντώνη μου, 

ὅπου καὶ γνῶσι βάζει.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Πᾶμε νὰ πιοῦμε δυό κρασιά, 

νὰ σκάσωμε παράδες

καὶ μές τὰ κρύα του λουτροῦ, 

νὰ μείνουν ᾗ κεράδες.

 

Αντώνιος Βενιός:

Μὰ γιὰ τὸ νέον γείτονα, 

δὲν ἦλθε ἡ ἀράδα.

ὅπου τὸ Πάσχα θάχωμε, 

γάμο με νοστιμάδα.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Θαρρῶ πῶς θὰ βραχνιάσωμε, 

Αντώνη στὰ σιγούρα.

πείραμε τὴ Τσικνοπέφτη, 

οἱ δυό μας στην καμπούρα.

 

Αντώνιος Βενιός:

Εγώ που δυσκολεύομαι, 

τραγοῦδι νὰ ταιριάσω,

καὶ θὲ νὰ φύγω γρήγορα, 

θὰ πάω νὰ πλαγιάσω.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Εγώ ταιριάζω εὔκολα, 

μὰ ὅλα πᾶν του κάκου,

γιατί με προίκισ᾽ ὁ Θεός, 

μὲ ὄργανο Κοράκου.

 

Αντώνιος Βενιός:

Αν αδικῆσθαι στη φωνή, 

ἔχεις πολὺ τὸ πνεῦμα

καὶ τὸ τραγοῦδι σύντομα, 

τὸ λὲς ὡσὰν τὸ γνέμμα.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

'Επροτιμουσα τὴ φωνή, 

ἀπ' τὰ καλὰ τραγούδια,

Εἶν᾿ ἡ φωνὴ μιὰ μυρωδιά, 

στῆς ἄνοιξης λουλούδια,

 

Αντώνιος Βενιός:

Μὰ μὲ αὐτή σου τη φωνή, 

σὲ κεῖνο τὸν αἰῶνα,

πῆρες τὴν ὡραιότερη, 

που ταν στον Αρτεμώνα.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Καὶ ὅμως ἔχεις ποιόμορφη, 

γυναῖκα στο δεξί σου

καὶ πῶς μὲ τὴ γυναῖκά μου, 

ν' ἀνοίξῃ ἡ φωνή σου;

 

Αντώνιος Βενιός:

Λάθη πολλὰ ἡ γυναῖκά μου, 

ἤρχισε νὰ μοῦ φτιάνη

καὶ τώρα εἰς τὰ ἔψιμα, 

της γέννας μοῦ τὴς κάνει,

 

Άγγελος Χρυσοφός:

Εσάστησέ τα ὁ Βενιός, 

μπὰ ν' ἀνεβῇ τὸ δῶμα

Γιατί Αποκρηάτικα, 

έχει λοχοῦ στὸ στρώμα.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Υγίαινε Δεπάστε μου, 

που πίνω τὸ κρασί σου,

κάμε καὶ σὺ Τσικνοπέφτη, 

και μέθυσε, καὶ ξύσου.

 

Ονειρα βλέπεις Μαργαρώ, 

καὶ κύματα κι᾿ ἀγέρα

καὶ στέκεσαι σἂν εἴδωλο, 

μονάχα στη βεγγέρα.

 

Μπρόβαλε μέσα Κωνσταντῆ, 

ὅλα τὰ λάβῃς μέρος

νὰ δοῦμε τῆς Τσικνόπεφτης, 

όλοι μαζὺ τὸ Θέρος.

 

Ελα μην κάνῃς πάντοτε, 

τὰ νάζια καὶ τὰ χάλια

ἀφοῦ διψᾶς ἀχόρταγα, 

μὴ θέλῃς παρακάλια.

 

Αντώνιος Κορακής:

Κι' απ' δωνὰ ποῦ στέκομαι 

γλῶσσα μιλεῖ γροικῶτα

μὲ προσκαλεῖς μέσα νὰ μπῷ, 

ἂν ἔχῃ θέσι ἀρώτα.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Σὲ πέτυχα στη σφαουργιά, 

ἦρχα στο λογικό σου,

κι' ἔλα γιατί δὲν ἠμπορῶ, 

νάχω το χωρισμό σου.

 

Αντώνιος Βενιός:

Πολὺ ἀργὰ μᾶς ἔφθασε 

απόψε τέτοιο βράδυ,

φαίνεται πῶς παζάρευε, 

τῆς ἐφορίας λάδι.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Φαίνεται ἔμαθε κι' αυτός,

νὰ στρίφῃ τὰ μουστάκια

τὸν ἴσκιο δρόμο ξέχασε, 

μ' ἄμαθε τὰ σοκάκια.

 

Αντώνιος Κορακής:

Νὰ μὴ σου μοιάσῃ ἡ γεννά σου, 

ἄφες με θὰ κινήσω,

εἶμαι μικρὸς κι' εἶναι ντροπή, 

καὶ ας τὰ δίχτω πίσω.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

'Εμύρισε με στο χορό, 

τοῦ Σπύρου ἡ μαντέκα,

στοῦ δισακκιοῦ τὰ πισινά, 

ἔβαλες τὴ γυναίκα.

 

Γιατί Ατώνη σώπασες; 

τὴν ἄδεια τὴν ἔχεις,

ἂν θέλῃς νὰ μὲ ἐπαινῇς, 

ἢ νὰ μὲ κατατρέχῃς.

 

Αντώνιος Κορακής:

 Ἐνῷ γροικῷ τῆς γλῶσσά σου, 

καὶ εἶπε γιὰ τὸ Σπύρο,

γιὰ τοῦτο ἐσιώπησα, 

καὶ κάθησα στὸ γύρω.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Νὰ μὴ σοῦ κακοφαίνεται, 

που τώρα εἶναι μόδα,

Νὰ κάνῃς τέτοια πράματα, 

πες πως σου ραίνουν ρόδα.

 

Αντώνιος Κορακής:

Πράγματα ποῦ τὰ συνηθᾷς, 

θαρρεῖς πῶς κάνουν κι άλλοι

πότε θ᾽ ἀλλάξῃς τὰ μυαλά, 

ὦ γέρω ἀσπρομάλλη.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

'Εμὲ μὲ παρατήσανε 

μα καίεται ἡ ψυχή μου,

που βλέπω ἱκανώτεροι, 

ν᾿ ἂν οἱ διαδοχοί μου.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Φραγκούλη ἀπὸ τὸν ἔρωτα,

κοντεύεις ν' ἀποθάνῃς

καὶ δούλευε τὸν ἀργαλιό, 

ὥστε νὰ τὰ ξεφάνης.

 

Αντώνιος Βενιός:

Ο κύλινδρας τὸν ἔφυγε, 

ἡ μεγάλη ἐφορία,

μὰ τώρα τὰ παράτησε 

κι' ἔχει παρηγορία.

 

Ματρ.:

Εχει καλό ποδαρικό, 

κι᾿ ὅλες τονὲ γυρεύουν,

ὅπου κι' πάῃ νὰ ἀγαπᾷ, 

πᾶνε καὶ τοῦ τὴν κλέβουν.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Φαίνεται πῶς ἡ μοῖρά του, 

δὲν ἄνοιξε ἀκόμα,

καὶ σὰν τὸ χάνο στέκεται,

μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα.

 

Κωνσταντίνος Δεπάστας:

Περικαλῶ τον τὸν Θεόν, 

τὸ ἄγγραφο νὰ γράψη,

νὰ λυπηθῇ τὰ δυὸ κορμιά, 

καὶ τὸ θυμὸ ἂς παύση.

 

Αντώνιος Βενιός:

῾Ο Μήτσος ἔχει πέρασι, 

γιὰ τ᾿ ἔχει τώρα γάλα,

καὶ κάθε μιὰ κυττάζει τον 

γιὰ τ᾿ ἔχει πολλὰ κι᾿ ἄλλα.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

'Εγώ στο Μήτσο τὸ Κατέ,

τοῦ φίλου μου θὰ δώσω

ποῦ εἶναι τόσο ὤμορφο, 

καὶ προικισμένο τόσο.

 

Πάρτον Κατέ μου τη ζωή,

μαζὺ νὰ ἑορτάσῃς,

νὰ φᾶς μυζήθρες ἁπαλές, 

ποτὲ νὰ μὴ χορτάσῃς.

 

Αντώνιος Κορακής:

Λέγω καλῶς τὰ δέχθηκες, 

ἦλθε ὁ Αἰμιλιός σου,

ὅπως γροικῷ τώρα κι' αυτός, 

βαδίζει το μυαλό σου.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Καλησπερίζω γενικῶς, 

ὅλα ἐδῶ τὰ μέλη,

κι' ὅτι καὶ λέγης Κορακῆ, 

τὸν Βέλλη δὲν τὸν μέλλει

 

Ομολογῷ τὸ λάθος μου, 

καὶ τί μπορῶ νὰ κάνω

στοῦ ᾿Αη-Λουκᾶ μ᾽ ἔμπλεξαν, 

εἰς τὸ χορὸ ἐπάνω.

 

Αντώνιος Συναδινός:

Η γλῶσσά σου γιὰ μιὰ στιγμή, 

μάθε πῶς παρεκτράπη,

δὲν σᾶς σὲ πταίει το χωριό, 

σᾶς πῆγε ἡ ἀγάπη.

 

Άγγελος Χρυσοφός:

Τί ἔκαμες Συναδινό 

σ' αὐτὸν τὸν Μπαζανάκη

κι' ἀρνήθηκε ὁλοτελῶς, 

τῆς Κρούστας τὸ σοκάκι.

 

Τὰ ἴδια ἐπέρυσι, 

τὰ ἴδια καὶ ἐφέτι,

ἀπόψε μᾶς τὸν ἔκαμες, 

Συναδινὲ καὶ ψεύτη.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Εἶν᾿ ἀληθὲς πῶς τὸ χωριό, 

ἐκεῖνο ἔχει μέλι,

μόνον αὐτὸ σαγήνευσε, 

καὶ τὴ καρδιὰ τοῦ Βέλλη.

 

Αντώνιος Κορακής:

Αφοῦ τὸ λὲς καὶ μόνος σου, 

πῶς ἐκειδὰ ἁμόνεις

κι' ὅταν ἀκούσῃς νὰ τὸ ποῦν, 

γιὰ ἔρωτα θυμώνεις.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Καὶ νἄκανε καὶ τίποτα, 

ἐγλύκαινε το μάτι,

γλύφει τὴ ράσπα μοναχά, 

σὰν τὸ κουτὸ τὸ γάτη.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Εἶπα ἐγὼ νὰ τραγουδῶ, 

μὲ ζάχαρι με μέλι,

ἀλλὰ θαρρῶ νὰ ἁρματωθῶ, 

μὲ ὅπλα Γκρὰ καὶ βέλη.

 

Αντώνιος Κορακής:

Μέρα και νύκτα στὰ στενά, 

τ' Αη-Λουκᾶ γυρίζει

καὶ εἶναι ντροπή του νὰ γροικῶ, 

ἀέρα κοπανίζει.

 

Αντώνιος Συναδινός:

Όπου κι ἂν πάῃ περπατεῖ, 

μὲ σκέψι καὶ μὲ γνῶσι

δὲν θέλει καὶ λογαριασμούς, 

όπως σὲ σᾶς νὰ δώσῃ.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Παλαίμαχε ἀγωνιστά, 

ἡ γλῶσσά σου πῶς σφάλει

πμαλότο θὰ σὲ στείλω 'γώ, 

ἀπόψε στο τσουβάλι.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

'Εγώ κρατῶ τὸν λόγον μου, 

κ' εὑρίσκομαι καβάλλα

Μὰ ἄλλα σὺ ὁρκίζεσαι, 

κι' ὕστερα κάνεις ἄλλα.

 

Αντώνιος Συναδινός:

Εσὺ νὰ δίδεις προσοχή, 

εἰς ὅτι λέγει ἡ κόρη,

καὶ ὄχι νὰ κταμβίζεσαι, 

τί λένε οἱ δικηγόρρι.

 

Αντώνιος Κορακής:

Όπως γροικῶ ὦ φίλε μου, 

τοῦ κάνεις τὸ μεσίτη

ᾶς ὄψεται, ἂς ὄψεσαι, 

ποῦ θὰ κρεμνίσης σπῆτι.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Αμε νὰ βρῆς τὴν σύντροφον, 

τὴν ἰδική σου Αντώνη,

Μὰ 'πόψε ὁ Αἰμίλιος, 

στη Σίφνο ξεφαντώνει.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

'Απόψε ὦ Αιμίλιε, 

λερώνεις την τιμή σου,

Αδικα πᾶν τὰ λόγια σου, 

καλύτερα κοιμήσου.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Εἶναι ὁ Βέλλης ἱκανός, 

νὰ κυνηγᾷ Ορτύκια,

κι' ἀμέτε οἱ παλίμπαιδες, 

γυρεύετε τα φύκια,

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

῾Ο Βέλλης εἶν περήφανος, 

ὁ Βέλλης εἶναι κεῖναι

Μὰ ρούφα τὸν ταμπάκο σου, 

καὶ στὴ γωνιά σου μείνε.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Ταμπᾶκο φίλοι πίνει τον 

κι' αὐτὸς ὁ αὐτοκράτωρ

καὶ γνώρισε ὁ ναύαρχος, 

εἶναι θαλασσοκράτωρ.

 

Αφισε τὴν ἀγάπη μου, 

ἄφισε τὴς ἀρκοῦδες,

καὶ βλέπε μέσα στο χορό, 

πλάσματα κοπελούδες.

 

Καλὰ μὲ συκοφάντησες 

απόψε ἐξαδελφέ μου,

Τι ἔγκλημα διέπραξα,

παρακαλῶσε πές μου.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Λυπήθηκα για λόγου σου, 

αὔριο θὰ τὰ ποῦμε,

Μὴ κάνεις τὸν ἀνήξευρον, 

καὶ δυὸ φορὲς λυποῦμαι.

 

Αντώνιος Συναδινός:

Πάντα γλυκὰ μᾶς ὁμιλεῖς, 

ἀλλ' ὅμως εἶν᾿ φαρμάκι,

Λοιπὸν νὰ μὴν τοῦ ρίζεσθε,

ἔγνοια σου μπαζανάκη.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Να δώσῃ λόγον στον κριτήν,

καὶ νὰ τονε χαλάσῃ

τὸν ξένον τὸν ἐπίσημο, 

νὰ πῇ καὶ νὰ γελάσῃ.

 

Άγγελος Χρυσοφός:

Πολὺ ὡραῖα τραγουδεῖ, 

κι' ὅπου κι ἂν ᾖνε σώνει,

Μὰ τὸ μυαλό του τόπηρες, 

Συναδινὲ Αντώνη.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

῎Ας ποῦμε τώρα Μαργαρώ, 

καὶ γιὰ τὸν Κωνσταντή σου,

Αχου καὶ νὰ βρισκούντανε, 

τώρα ἀπέναντί σου.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Πρόσωπον ἦλθε στο χορό, 

ἐδῶ νὰ μᾶς τιμήσῃ,

τὸ ἔθιμον τοῦ τόπου μας, 

ἐπιθυμεῖ ν' ἀκούσῃ.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Νᾆσαι καλὰ ποῦ φρόντισες,

να ζήσης χίλια χρόνια

Ποὔτρεξες σὰν τὴν ἄνοιξιν, 

καὶ σὰν τὰ χελιδόνια.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Ελαβα δὲ μιὰ πρόσκλησι, 

νὰ σπεύσω ἐκεῖ νὰ φθάσω,

τί νὰ σοῦ κάμω ὁ δυστυχής, 

θέλεις νὰ τοὺς γελάσω

 

Αντώνιος Συναδινός:

῾Ο Δεκαβάλλες ὁμιλεῖ, 

ἀλλὰ καὶ κλεῖ τὸ μάτι,

τί εἶν᾿ τὸ προτιμότερον,

βεγγέρα ἢ ἀγάπη;

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

 Ἐσὺ τὸν ἐκατήντησες, 

καὶ θὰ τὸν καταντήσῃς,

κανένα ἄνδρα μια φορά, 

φουστάνια θὰ τὸν ντύσῃς.