Σπίτι Ιωάννη Ν. Καμπάνη

Αποθετήριο Νο334

28 Φεβρουαρίου 1912.

Χορός στο σπίτι του Ιωάννη Ν. Καμπάνη στην Καταβατή.

Οι ποιητές: Αντώνιος Ν. Δεκαβάλλας, Γεώργιος Ζαμπέλης, Γεώργιος Τρομπόνης (Καραβάς).

Χρονολογία: 1912
Δημοσιεύτηκε από: Επιμελητής No1 Π.Σ.Σ
Δημοσιεύτηκε στις: 02 Απρ 2025
Τεκμήρια: 2

Παύλος:

Αρχισε γλῶσσα μ' ἄρχισε 

τραγούδια ν' ἀραδιάσης,

κι ὅλη τὴν κουμπανία μας 

νὰ τὴν διασκεδάσης.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Μὲ ὅλα σου τὰ γερατιὰ, 

τὴν γνῶσιν τὴν ἀρχαία

πάλι στολίζεις το χορό, 

καὶ τραγουδείς σπουδαῖα.

 

Γεώργιος Ζαμπέλης:

Μ' όλα του τὰ γεράματα, 

κάποια θά χῃ σιγούρα

καπετάν Παῦλο για σου, 

γιά σου, καπετάν ξούρα.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Γι᾿ αὐτὸ σὲ ἀγαπῶ καὶ ἐγώ,

πάντοτε σὰν πατέρα,

γιατί καὶ στὰ γεράματα, 

δὲν χάνεις τὸν ἀγέρα.

 

Καραβάς:

Βάστα καλά, βάστα καλά, 

βάστα καπετάν ξούρα

μὴν κάτσουνε ἀπάνω σας, 

καὶ χσιάξου τὴν καμπουρα.

 

Γεώργιος Ζαμπέλης:

Ερίβαρε κι᾿ ὁ Καραβᾶς, 

μὲ ὅλη του τη φάτσα

καὶ ἔρριξε τὰ σκάλια του, 

στὴ προστινὴ Μπεκάτσα.

 

Καραβάς:

Αμα θωρῶ τὰ κόκκινα, 

ὀλίγο συγκινούμαι,

και μ' ὅλα τὰ γεράματα, 

θυμοῦμαι καὶ λυποῦμαι.

 

Γεώργιος Ζαμπέλης:

Σ᾽ ἀρέσουνε τὰ κόκκινα, 

ἀλλὰ ἐσὺ μαυρίζεις,

Αντιπαριώτη μου Παπᾶ, 

ὅλες τσὲ θυμιατίζεις.

 

Καραβάς:

Οἱ μαῦροι εἶναι πειραμοί, 

οἱ ἄσπροι οἱ ἀγγέλοι,

ἀφοῦ ἐμένα ἀγαπᾷ, 

κι ἐσένα δὲ σὲ θέλει.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Ω Παύλο γιατί σώπασες; 

γιατί πομένεις πίσω

ἄρχισε καὶ ἐξ αἰτίας σου, 

κι᾿ ἐγὼ θὰ σιωπήσω.

 

Παύλος:

Γνῶσι νὰ πῷ τῆς ᾿Αθηνᾶς, 

ἔλαβες καὶ παιδεία.

κλονίζεις μὲ τὴν γλῶσσα σου, 

πάσης νέας καρδία.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Δὲν ἦλθα στὴν Καταβατῆ, 

κορίτσια νὰ ψαρεύσω,

τέτοιο καρπὸ στὰ γερατιὰ, 

δὲν εἰμπορῶ νὰ κλέψω.

 

Γεώργιος Ζαμπέλης:

Ω Αθηνᾶ τὰ βλέμματα, 

τοῦ Καραβά που κάνεις;

ἐκεῖνος ἄλλη ἀγαπᾷ, 

καὶ σὺ τὸν κόπο χάνεις.

 

Καραβάς:

Καὶ νά μουνε, καὶ νά 'μουνε, 

ἕνα χρυσὸ κορδόνι

μέσα στὸν ἄσπρο της λαιμό, 

νὰ μοῦ διαβοῦν οἱ πόνοι.

 

Ω Παύλο μου ἀσίκικο, 

ὁ τερπετέρη γιά σου,

δεῖξε τοῦ χοίρου μιὰ κλωτσιά, 

καὶ τράβα στὴ δουγιά σου.

 

Γεώργιος Ζαμπέλης: 

Μὴντοῦ πιστεύεις, Αθηνᾷ 

τοῦ γέρου τοῦ σινάνη

(...)

 

(...)

χαλάλι σου ὁ μπίλικας, 

κι' ἐμὲ οἱ Κατερίνες

 

Καραβάς:

Μιὰ ὑπεράσπισις ζητῶ, 

ἀπὸ ἐσᾶς Ελένη,

όπου βρεθῶ κατηγορῶ, 

γιὰ πες μου τι συμβαίνει;

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Ηλθαμε για χατήρι της, 

καὶ γιὰ τὸ ὄνομά της,

δὲν τόνιωσε τοὀλάχιστον, 

πῶς ἦλθαμε σιμά της.

 

Καραβάς:

Που 'γώ γιὰ χάρι τῶν παιδιῶν, 

κάνω τὸ παληκάρη,

Ελένη πές το μιὰ στιγμή, 

καὶ κάνε μου τὴ χάρι.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Σιγὰ μὴν τὴ ξυπνήσωμε, 

κάμε Θεγέ μου κάμε,

ἀντὶ "καλῶς ὡρίσατε" 

μιὰ καταρα θὰ φᾶμε.

 

Καραβάς:

Τὴν ᾿Αθηνᾶ μου τὴ γλυκιά, 

θε να ξαναφωνάξω,

προσέξετε τὸ ὁμολογῶ, 

νὰ μὴ σᾶς τὴν ἁρπάξω.

 

Γεώργιος Ζαμπέλης:

Ο Καραβά τὴν ᾿Αθηνᾶ, 

βλέπω σε κάθε βόρτα

καὶ δείχτ᾽ ὅλα τὰ βλέμματα, 

ἐκεῖ δίπλα στην πόρτα.

 

Καραβάς:

 Ὦ Αθηνᾶ τὰ μάτια σου, 

νὰ τὰ περιορίσῃς,

καὶ μὴν τὰ ρίχτεις σὲ κανεὶ, 

καὶ θὰ μὲ ξεκουμπίσης.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Πράγματα που δεν γίνονται, 

τί θέλεις μὲ τὸ ζόρι

ἄς εἶναι ἐκεῖνος φόρεμα, 

καὶ σὺ τὸ ἀποφόρι.

 

Σαν φρούριο ἀνίκητο 

ὦ Ξυδοπούλα στάσου,

τοῦ Χάρου πὲς νὰ τραβιχτῆ

νὰ φύγῃ ἀπὸ μπροστά σου

 

Καραβάς:

Καμμιὰ φορὰ ὁ ἄνθρωπος, 

σπέρνει καὶ δὲν θερίζει

μὰ σὺ ὦ Ξύδη ἔσπειρες, 

τὸν σπόρο που μυρίζει.