28 Φεβρουαρίου 1912.
Χορός στο σπίτι του Ιωάννη Ν. Καμπάνη στην Καταβατή.
Οι ποιητές: Αντώνιος Ν. Δεκαβάλλας, Γεώργιος Ζαμπέλης, Γεώργιος Τρομπόνης (Καραβάς).
Παύλος:
Αρχισε γλῶσσα μ' ἄρχισε
τραγούδια ν' ἀραδιάσης,
κι ὅλη τὴν κουμπανία μας
νὰ τὴν διασκεδάσης.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Μὲ ὅλα σου τὰ γερατιὰ,
τὴν γνῶσιν τὴν ἀρχαία
πάλι στολίζεις το χορό,
καὶ τραγουδείς σπουδαῖα.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Μ' όλα του τὰ γεράματα,
κάποια θά χῃ σιγούρα
καπετάν Παῦλο για σου,
γιά σου, καπετάν ξούρα.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Γι᾿ αὐτὸ σὲ ἀγαπῶ καὶ ἐγώ,
πάντοτε σὰν πατέρα,
γιατί καὶ στὰ γεράματα,
δὲν χάνεις τὸν ἀγέρα.
Καραβάς:
Βάστα καλά, βάστα καλά,
βάστα καπετάν ξούρα
μὴν κάτσουνε ἀπάνω σας,
καὶ χσιάξου τὴν καμπουρα.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Ερίβαρε κι᾿ ὁ Καραβᾶς,
μὲ ὅλη του τη φάτσα
καὶ ἔρριξε τὰ σκάλια του,
στὴ προστινὴ Μπεκάτσα.
Καραβάς:
Αμα θωρῶ τὰ κόκκινα,
ὀλίγο συγκινούμαι,
και μ' ὅλα τὰ γεράματα,
θυμοῦμαι καὶ λυποῦμαι.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Σ᾽ ἀρέσουνε τὰ κόκκινα,
ἀλλὰ ἐσὺ μαυρίζεις,
Αντιπαριώτη μου Παπᾶ,
ὅλες τσὲ θυμιατίζεις.
Καραβάς:
Οἱ μαῦροι εἶναι πειραμοί,
οἱ ἄσπροι οἱ ἀγγέλοι,
ἀφοῦ ἐμένα ἀγαπᾷ,
κι ἐσένα δὲ σὲ θέλει.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Ω Παύλο γιατί σώπασες;
γιατί πομένεις πίσω
ἄρχισε καὶ ἐξ αἰτίας σου,
κι᾿ ἐγὼ θὰ σιωπήσω.
Παύλος:
Γνῶσι νὰ πῷ τῆς ᾿Αθηνᾶς,
ἔλαβες καὶ παιδεία.
κλονίζεις μὲ τὴν γλῶσσα σου,
πάσης νέας καρδία.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Δὲν ἦλθα στὴν Καταβατῆ,
κορίτσια νὰ ψαρεύσω,
τέτοιο καρπὸ στὰ γερατιὰ,
δὲν εἰμπορῶ νὰ κλέψω.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Ω Αθηνᾶ τὰ βλέμματα,
τοῦ Καραβά που κάνεις;
ἐκεῖνος ἄλλη ἀγαπᾷ,
καὶ σὺ τὸν κόπο χάνεις.
Καραβάς:
Καὶ νά μουνε, καὶ νά 'μουνε,
ἕνα χρυσὸ κορδόνι
μέσα στὸν ἄσπρο της λαιμό,
νὰ μοῦ διαβοῦν οἱ πόνοι.
Ω Παύλο μου ἀσίκικο,
ὁ τερπετέρη γιά σου,
δεῖξε τοῦ χοίρου μιὰ κλωτσιά,
καὶ τράβα στὴ δουγιά σου.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Μὴντοῦ πιστεύεις, Αθηνᾷ
τοῦ γέρου τοῦ σινάνη
(...)
(...)
χαλάλι σου ὁ μπίλικας,
κι' ἐμὲ οἱ Κατερίνες
Καραβάς:
Μιὰ ὑπεράσπισις ζητῶ,
ἀπὸ ἐσᾶς Ελένη,
όπου βρεθῶ κατηγορῶ,
γιὰ πες μου τι συμβαίνει;
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Ηλθαμε για χατήρι της,
καὶ γιὰ τὸ ὄνομά της,
δὲν τόνιωσε τοὀλάχιστον,
πῶς ἦλθαμε σιμά της.
Καραβάς:
Που 'γώ γιὰ χάρι τῶν παιδιῶν,
κάνω τὸ παληκάρη,
Ελένη πές το μιὰ στιγμή,
καὶ κάνε μου τὴ χάρι.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Σιγὰ μὴν τὴ ξυπνήσωμε,
κάμε Θεγέ μου κάμε,
ἀντὶ "καλῶς ὡρίσατε"
μιὰ καταρα θὰ φᾶμε.
Καραβάς:
Τὴν ᾿Αθηνᾶ μου τὴ γλυκιά,
θε να ξαναφωνάξω,
προσέξετε τὸ ὁμολογῶ,
νὰ μὴ σᾶς τὴν ἁρπάξω.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Ο Καραβά τὴν ᾿Αθηνᾶ,
βλέπω σε κάθε βόρτα
καὶ δείχτ᾽ ὅλα τὰ βλέμματα,
ἐκεῖ δίπλα στην πόρτα.
Καραβάς:
Ὦ Αθηνᾶ τὰ μάτια σου,
νὰ τὰ περιορίσῃς,
καὶ μὴν τὰ ρίχτεις σὲ κανεὶ,
καὶ θὰ μὲ ξεκουμπίσης.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Πράγματα που δεν γίνονται,
τί θέλεις μὲ τὸ ζόρι
ἄς εἶναι ἐκεῖνος φόρεμα,
καὶ σὺ τὸ ἀποφόρι.
Σαν φρούριο ἀνίκητο
ὦ Ξυδοπούλα στάσου,
τοῦ Χάρου πὲς νὰ τραβιχτῆ
νὰ φύγῃ ἀπὸ μπροστά σου
Καραβάς:
Καμμιὰ φορὰ ὁ ἄνθρωπος,
σπέρνει καὶ δὲν θερίζει
μὰ σὺ ὦ Ξύδη ἔσπειρες,
τὸν σπόρο που μυρίζει.