14 Φεβρουαρίου 1908.
Στο σπίτι του Νικολάου Αργύρη στο Πέρα Πετάλι.
Οι ποιητές: Αντώνιος Δεκαβάλλας, Αιμίλιος Βέλλης, Γεώργιος Ζαμπέλης, Κωνστ. Κορακής, και η κ. Καλλίτσα.
Αιμίλιος Βέλλης:
Προς χάριν τοῦ χωριοῦ ἐγώ,
ἔφθασα ἐδῶ πάνω,
βλέπω μεγάλη σιωπή,
κι' ὅλο τό γοῦστο χάνω.
Πούν' τ' ἀϊδόνι τοῦ χωριοῦ
τοῦτο πουν' τὸ καμάρι
να κηλαδίσῃ στο χορό,
με την γλυκειά του χάρι;
Έλα Καλλίτσα μπρόβαλε,
κι' ὁ κόσμος σὲ προσμένει
διότι εὑρισκόμεθα,
απόψε λυπημένοι.
Τι νὰ σοῦ κάμω κι' ἐγώ,
που τραγουδῶ 'δῶ μόνος.
μὲ ἀναμένουν γνώρισε,
πολλοὶ τοῦ ᾿Αρτεμώνος,
Ελα ἀηδονόστομος,
ἐδῶ νὰ κηλαδίσης,
καὶ τὴν λαμπρὰν ὁμήγυριν,
νὰ τὴν εὐχαριστήσης.
Καλλίτσα ετραγούδησα,
ἔκαμα τὸ καθήκον,
καμμιὰ φωνὴ δὲν ἀντηχεῖ,
μέσα σ' αὐτὸν τὸν οἶκον.
Είν' ἔθιμο ὅπου τιμά,
τον τόπον μας στα ξένα,
ἐκεῖ ποῦ τόσος πάταγος,
γίνεται γιὰ τὰ σένα.
Καλλίτσα:
Αρχίσαμεν τὴν ποίησιν,
μὲ δίχως παρακάλια,
σὺ ὅμως πρόσεξε καλά,
ἴσιὰ νὰ πᾶς τὰ ἀσκάλια.
Αιμίλιος Βέλλης:
Όπου βρεθῶ κι' ὅπου σταθῶ,
σ' ἐμένα πέφτ' η μπόρα,
ειπέ μοι τι διέπραξα
στὴν ἰδικήν μας χώρα;
Καλλίτσα:
Ἔχες χαβέσι τοῦ χορού,
γιατί καὶ ἐγὼ τὸ εἶχα
μα οἱ δεσμοὶ τῆς πανδριᾶς,
μοῦ ἔκοψε τὸ βῆχα.
Αιμίλιος Βέλλης:
Τα λόγια σου Καλλίτσα μου,
εἶναι γεμάτα ἅλας
δὲν τὤχω τὸ χαβέσι 'γώ,
τώχει ὁ Δεκαβάλλας.
Εγώ μ' ἐκεῖνο πολεμῶ,
τοῦ ἔρωτος ἀγῶνα,
τὴν συμμαχίαν σοῦ ζητῶ,
νὰ λάβω τὴν κορῶνα.
H ποίησις σὲ ἐξυμνεῖ,
Κόρη χαριτωμένη,
στὰ χρονικὰ τοῦ τόπου μας,
εἶσαι στεφανωμένη.
Μη διαλύεται ὁ χορός,
βαδίζετε με τάξι,
Κι' ὁ Δεκαβάλλας ἔφθασε,
καὶ τώρα θα φωνάξῃ.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Θέλω κι' ἐγὼ νὰ τραγουδῶ
τὴν νύκτα νὰ περάσω
τὸ γῆρας μου τὸ ἄθλιον,
θέλω νὰ ξεκουράσω.
Καλλίτσα:
Νὰ ἐποχὴ νὰ σοῦ τὰ πῶ,
νὰ σοῦ τὰ ἀναφέρω
καιρός σου νὰ καθίσῃς πιά,
εἰς τὴν γωνιά σου γέρο.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Ας σοῦ γροικῶ νὰ τραγουδῇς,
ἂς σὲ θωρῶ νὰ τρέχης
καὶ ψάλλε ὅτι σου φανῆ,
συνηθισμένο μ' ἔχεις.
Καλλίτσα:
Αν λάξῃ ὁ ᾿Ασπάλαθρας,
κι ἂν ἡ ῾Ρωδιά κλωνάρια,
θ' ἀλλάξῃς καὶ σὺ διάβολε,
μὲ τὰ πολλὰ ποδάρια.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Δὲν περιμένω νὰ ἰδῶ,
τώρα τὸ φρόνημά σου,
γλυκό ναι καὶ τὸ χάδι σου,
ὡς καὶ τὸ μάλαμά σου.
Καλλίτσα:
Γιατί ἀκόμη δὲν μπορεῖς,
τοῦ κόσμου νὰ χορτάσης;
Ταῖς ἡδοναῖς ταῖς πρόσκαιραις,
καὶ τὰς διασκεδάσεις;
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Μ' ἐνθουσιάζει ἡ φωνή,
τὴν παλαιὰν ν᾿ ἀκούω,
μ' ἀναμνήσεις τὴ ξερή,
καρδούλα μου να λούω.
Καλλίτσα:
Ελάττωμα που γεννηθῆ,
στοῦ καθενὸς τὸ σῶμα,
δὲν τὸ γιατρεύει ἄνθρωπος,
μόνον τὸ κρύο χῶμα,
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Σὲ βεβαιῶ πῶς τρέφομαι,
μόνου μὲ ἀναμνήσεις,
καὶ εἶμαι ἅγιος τέλειος,
κι' ἕλα νὰ προσκυνήσης.
Αιμίλιος Βέλλης:
Ηχμαλωτίσθη καὶ αὐτός,
εἰς τὴν νεότητά του,
μα τώρα ποιὸ λατρεύει τα,
καὶ τὰ γεράματά του.
Καλλίτσα:
Εγώ ακόμη βρίσκομαι,
χρόνων τριάντα δύο,
μὰ ἤρχισα στα γλέντια μου,
ν' ἀφίνω ποιὸ ἀντίο.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Εσύ σουν πάντα φρόνιμος,
κι' εἶχες μεγάλα μέτρα
κι' ἐγώμουν πάντα ἐλαφρός,
σἂν τοῦ γιαλοῦ τὴν πέτρα.
Αιμίλιος Βέλλης:
Ακόμη μία πετριά,
θαρρώ καλὰ πῶς ἔχεις,
γιατ᾽ ὅπου δεῖς τὸν ἔρωτα,
πολύ τονὲ προσέχεις.
Κι ἐγὼ τὴν ὑψιπέτιδα,
Καλλίτσα θὰ ὑμνήσω,
ευγε τῆς Σίφνου σέμνωμα,
θὲ νὰ ἀναφωνήσω.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Σ' ἀγριεμένη θάλασσα,
μὴ θὲς νὰ ρίχνης λάδια
θ᾿ ἀκούσῃς τὰ ὑπάρχοντα,
αὐτὴ δὲν ξέρει χάδια.
Αιμίλιος Βέλλης:
Εφέτος εἶμαι ἄγριος,
καὶ προσοχὴ γυρεύω
νὰ μὴ μοῦ γγίζῃ καὶ κανείς,
στὰ μάτια που λατρεύω.
Καλλίτσα:
᾿Αντώνη εἶναι ἀφορμαί,
γιὰ νὰ τονε γιατρεύσης,
μιὰ Βιελετιὰ στὴ Γάστρα του,
θέλει νὰ τοῦ φυτεύσης
Αιμίλιος Βέλλης:
Καλὲ ἐγὼ Καλλίτσα μου,
εἶμαι ἰατρευμένος,
πολὺ ἀπὸ τὸν ἔρωτα,
καὶ ἱκανοποιημένος.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Ετοῦτος ἦλθε ἄγριος,
κτυπᾷ μὲ τὴ Μανάρα,
ὡς νὰ φυτεύσω Βιελετιά,
κάλλια μιὰ ᾿Αγκινάρα.
Καλλίτσα:
Δίκιο μεγάλο βρίσκω του,
γιατί ἦλθε το Τριώδι
καὶ πάλιν δὲν ἐπάτησε,
ὁ δυστυχής το ρόδι.
Αιμίλιος Βέλλης:
Θὰ τὸ πατήσω γνώρισε,
ἐξαπαντός ἐφέτος,
νὰ παύσουνε τὰ στόματα,
ὅλα ἀνεξαιρέτως
Καλλίτσα:
Απόφασι τῆς πανδριᾶς,
θὰ κάμης πρόμο, πρόμο,
ὅταν δὲν θὰ ὑπάρχῃ,
ποιὰ σκυλόδοντο το στόμο.
Αιμίλιος Βέλλης:
Καλλίτσα τὸ τραγοῦδι σου,
τὸ ἤκουσα με λύπη
γύρισε δὲ τὰ δόντια μου,
κανένα δεν μου λείπει.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Τοῦ Φάρου ἡ καλογρηά,
γιὰ λόγου του μανίζει
καὶ μοῦπε γιὰ χατῆρί του,
πῶς τὰ ξετιγανίζει.
Αιμίλιος Βέλλης:
Ἐσὺ μὲ τὴν καλλογρηά,
έχεις πολύ μεράκι,
ποῦ νὰ σὲ φᾶν ἐξάδελφε,
οἱ σκυλοι κι' οἱ κοράκοι.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Στὴν Ποῦντα τῆς Χρυσοπηγῆς,
Κελὶ καινοῦργιο κτίζω,
για ν' ανταμόνετε συχνά,
γιὰ λόγου σου φροντίζω.
Καλλίτσα:
Δὲν ἤθελα ν᾿ ἀνοίξωμεν,
τοιαύτας συζητήσεις,
τὰ νειάτα του τὰ τρυφερά,
θέλεις να χαραμήσῃς.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Ζηλεύω μὲ τὰ νειάτα του,
γιὰ τοῦτο μεσιτεύω
τοῦ δίδω τὴν καλογρηά,
χωρὶς νὰ τὸ πιστεύω.
Καλλίτσα:
Τέτοιο φεγγάρι πρόσωπο,
ὡσὰν τοῦ Αἰμιλίου,
εἶναι ἀνάγκη νὰ σταθῇ,
ἀντίκρυ τοῦ ἡλίου.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Καὶ ἐγὼ τὴν εὐγενεία του,
δὲν θέλω νὰ λυπήσω,
ἀνακαλῶ τὸν λόγον μου,
κι' ὅλα τὰ πέρνω πίσω.
Καλλίτσα:
Ας κόψῃ ἀπὸ τὸ χορό,
ροδάκι ἀνθισμένο,
καὶ ὄχι ἀπ' τὸν ποταμό,
χλωμὸ καὶ περασμένο.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Δοκίμασε ὁ δυστυχής,
μά ὅπου βάλλει χέρι,
ἀγκάθια πιάνει κοπτερά,
καὶ πόνους ὑποφέρει.
Αιμίλιος Βέλλης:
Εἰμ' εὐτυχὴς καὶ γνώρισε,
πῶς ὅπου λάβω μέρος
εἶμαι τὸ ἀναπόσπαστο,
τοῦ ἔρωτος τὸ μέλος.
Καλλίτσα:
Γύρισε δὲ μὲ στο χορό,
καιρὸς νὰ βάλῃς πόστα.
Σιδέρωσε τὰ σπλάγχνα σου,
καὶ σ' ὅποια θέλεις δώστα.
Αιμίλιος Βέλλης:
Κρίνα καὶ Τριαντάφυλλα
μὲ στὸν χορὸν μυρίζουν
τα σπλάγχνα μου Καλλίτσα μου,
ἀπόψε τὰ φλογίζουν.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Όλαις ἡ νηὲς ἐπάνω σου,
με πόνο θ᾽ ἀποβλέψουν.
κι' ἂν ἤσουν λίγο τρυφερός,
ἤθελε νὰ σὲ κλέψουν.
Αιμίλιος Βέλλης:
Εχω καὶ τρυφερότητα,
εἶμαι καὶ παλλικάρι,
κι' ἐπάνω εἰς τὸν ἔρωτα,
ἔχω μεγάλη χάρι.
Καλλίτσα:
Γνωρίζω ἀπὸ ἔρωτα,
γιὰ τοῦτο σὲ λυπούμαι,
ἀλλὰ ἐλπίζω γρήγορο,
γαμβρόν πῶς θὰ σὲ δοῦμε.
Αιμίλιος Βέλλης:
Ειθ' ἡ εὐχή σου ἡ χρυσή,
Καλλίτσα μου νὰ πιάσῃ
καὶ ἐμέν᾽ ἀπ' τὰ βάσανα,
πλέον ν' ἀποκουράσῃ.
Καλλίτσα:
Μα πρέπει συντομώτερα,
νὰ τὸ ἀποφασίσῃς,
γιατί ἂν μείνῃς ἐλεύθερος,
θὰ τὸ μετανοήσης.
Αιμίλιος Βέλλης:
Ἔρριψα ποιὸ τὰ δύκτειά μου
ὡς καὶ τὴν ἀγκυρά μου
καὶ ἐκεῖ ἐπάνω στρέφονται,
Καλλίτσα τα μυαλά μου.
Καλλίτσα:
Αν μείνῃς "λεύθερος θὰ βρης,
καὶ θυελλας μεγάλας,
θε νάλθῃ ὥρα ποὺ θὰ πῆς,
τί ἔκαμα ὁ τάλας.
Αιμίλιος Βέλλης:
Τοῦτ᾽ ὅμως εἶναι ζήτημα,
εἶναι κι' ἀμφιβολία,
ἐγὼ νομίζω στὸν ζυγόν,
ἀρχίζ᾽ ἡ τυραννία.
Κωνστ. Κορακής:
Αὐτὴ ἡ λέξις ποῦ θὰ πῶ,
ὅλα τὰ ξεδυαλίνει,
καμμία δὲν τοῦ ρίζεται,
κι' ἐλεύθερος νὰ μείνῃ.
Καλλίτσα:
Καὶ ὅμως ἐγὼ ξέρω μιά,
ὁποῦ τὸν συλλογάται,
ἀλλὰ τὴν ἀστασία του,
προσέχει καὶ φοβᾶται.
Αιμίλιος Βέλλης:
Συνήγοροι ζερβά, δεξιά,
τί θὲ νὰ κάμω τώρα
βοήθα "Αϊ-Γιάννη μου,
τοῦ Πεταλιοῦ τη (...)
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Γιατί ἐσεκλετίστηκες
σιγά, σιγά, τοῦ τ' (...)
πές πῶς τὸν ἐμαχαίρωσες,
καὶ τίναξες της κάπες.
Αιμίλιος Βέλλης:
Κοπιάσετ᾽ ὅσοι θέλετε,
καὶ ὅτ' εἶσθε παλλικάρια,
νὰ βγάλετε τους ποντικούς,
μέσα ἀπὸ τὰ μπάργια.
Καλλίτσα:
Τὸ ἔργον σου εἰς κίνησιν,
Αιμίλιε μου βάλε,
μὴν πάρῃς ὡς μεσίτη σου,
ὅμως τὸν Δεκαβάλλε.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Σύμφωνος εἶμαι καὶ ἐγώ
ν' ἀφήσωμεν τ' ἀστεῖα
Καλλίτσα καὶ ἀνάλαβε,
ἐσὺ τὴν μεσιτία.
Καλλίτσα:
Ορκίσθηκα στο νειοτικό,
λέξιν νὰ μὴν προφέρω,
γιατί τὴν ἀπιστία σας,
ἐσπούδασα, καὶ ξέρω.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Πάρτον ἐσὺ στὴν πλάτην σου,
νὰ δῆς ποὺ θὰ σὲ πάῃ.
Μέσα στοὺς ἀραδόμυλους,
ἀέρας θὰ σὲ φάῃ.
Καλλίτσα:
Γιὰ νὰ γρυκα, τὰ λόγιά σου,
γιὰ νὰ σοῦ δίνῃ χέρι
τὸν ἔχεις τώρα και γυρνῷ,
σἂν ἕνα κουλοχέρι.
Αιμίλιος Βέλλης:
᾿Απὸ τοῦ Φάρου τα νερά,
μ' ἐπῆγες της 'Αράδες
νὰ χαίρεσαι της μοναχές
κι' ὅλαις της νυφάδες.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Θὰ τερμενάρῃς ἄδικα,
μὲς σ᾿ τὰ χωριὰ τὰ ξένα,
σαν βαργεστήσῃς κρέμαστον,
ἐπάνω στὴν ἀντένα.
Καλλίτσα:
Εκαμα τὴν ἀπόφασιν,
γείτονα νὰ τὸν κάμω,
καὶ θὰ ζηλεύῃς ὕστερα,
τον ιδικόν του γάμο.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Αν θὲς νὰ σώσῃς τὴν ψυχήν,
καὶ νὰ καλογηράσης,
τῶν ᾿Αράδων τὸν Βορειά,
γαμβρὸν νὰ τὸν περάσης.
Αιμίλιος Βέλλης:
"Αν η Αράδες μὲ τραβοῦν,
ἐσὺ καλὰ γνωρίζεις,
κι' ἀδίκως ὦ Εξάδελφε,
ἐμένα φοβερίζεις.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Εκεῖ ἀφοσιώθηκες,
μὲ ὅλα σου καὶ ὅλα,
ἢ νὰ γυρίσῃς νικητής,
ἢ τίναξε τὰ κώλα.
Αιμίλιος Βέλλης:
Σὲ μιὰ μόνο παράκλησιν
ἔκλινα τὸν αὐχένα;
άλλον κανεὶ φοβέριζε,
καὶ ἄφησε ἐμένα:
Ελεύθερος ὁ κυνηγός,
ὅπως μπορῇ βαδίζῃ,
ἀκόμη καὶ βασίλισσα,
μπορεῖ νὰ ἀτενίξῃ.
Μέσα στὸν ἔρωτα απ' ἐγώ,
παλαίω τόσα χρόνια,
ἀλλὰ δὲν με τρομάζουνε,
τοῦ κόσμου τὰ κανόνια.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Είναι καιρός μου φαίνεται,
λίγο ν' ἀναπαυθοῦμε
ἂς παύσωμαι Αιμίλιε,
καὶ κάτι νὰ σκεφθοῦμαι.
Αιμίλιος Βέλλης:
Βλέπω τὸ φῶς τὸ ἁμυδρόν,
με λύπην μου μεγάλη
ὅσῳ γυρίζω καὶ θαρρώ,
με πιάνει ἀνεμοζάλη.
Ηλθαν και ξένα πρόσωπα,
ἐδῶ νὰ μᾶς τιμήσουν,
λυποῦμαι ποῦ θὰ φύγουνε,
καὶ τί θὰ ἀποκομίσουν.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Επρεπε κάτι νὰ γενῇ,
γιὰ τὴ Δικαιοσύνη,
Καλλίτσα ξύπνησε καί σύ,
λάβε την καλοσύνη.
Αιμίλιος Βέλλης:
Καὶ ἐγὼ αὐτὸ τὸ σκέπτομαι,
μία τιμὴ ἀνήκει,
νὰ δώσωμ᾿ ὅλοι μας ἐδῶ,
εἰς τὸν Ειρηνοδίκη.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Είναι κριτής του τόπου μας,
καὶ νέος καθώς πρέπει,
Και μέσ' απ' τα γιαλάκιά του,
τὴν εὐμορφιὰ τὴν βλέπει.
Αιμίλιος Βέλλης:
Δικαιοσύνη κρίνεται,
ἐπάνω στὸ Πετάλι,
συγχώρησον ὦ δικαστά,
τὸ ἰδικόν μας χάλι.
Καλλίτσα:
Κι' ἐγὼ μὲ σέβας καὶ τιμή,
τονε καλησπερίζω,
μὰ εἶσθαι ομοιοπαθεῖς
Αἰμίλιε νομίζω.
Αιμίλιος Βέλλης:
Οπως, μλήσ᾽ ὁ δυστυχής,
ἡ γλῶσσα μου προσκρούει,
νὰ ἴδω ὥσ στ᾽ ἡ καρδιά,
ἐρωτικὰ θ' ἀκούῃ.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Εγώ πολλὴν διαφοράν,
στὰ πάθη σου ευρίσκω,
παίζ' ὁ Μινέτας τὸ βιολί,
καὶ σὺ κρατεῖς τὸν δίσκο.
Αιμίλιος Βέλλης:
'Ως θεατής παρίσταται,
ὁ ξένος ἐδῶ πέρα,
δὲν ἔχει αὐτὸς συμφέροντα,
εἰς ταύτην τὴν ἑσπέρα.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Αν ἔφυγ᾽ ἀπὸ τὴ φωλιά,
τὰ μάτια μαζὺ τάχε,
καὶ μέσ' απ' τὰ γιαλάκιά του,
σαν κατεργάρης ψάχε.
Καλλίτσα:
Γιατί κυττάζει στο χορό,
τοῦ φάνηκε σπουδαῖον;
τί ἀλλ᾽ ἀπὁ τὸν ἔρωτα,
εὐχάριστον κι' ὡραῖον;
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Πῶς ἠμπορεῖ μὲ δυὸ καρδιές,
πῶς νὰ τὰ συμβιβάσῃ;
παρακαλῶ τὰ μάτια του,
στὴν γῆ νὰ κατεβάσῃ.
Καλλίτσα:
Δὲν σ' ἔβαλε ανακριτή,
γιὰ τὸ δικό του μέλλον,
νὰ τούβρης νέα βάσανα,
θέλοντας, καὶ μὴ θέλων.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Ας καμαρώνει στα ψηλά,
ας βλέπει καμμιὰ κόχη,
μὰ τὰ λουλούδια τοῦ χοροῦ,
νὰ μὴν τὰ βλέπῃ, ὄχι.
Αιμίλιος Βέλλης:
Απὸ τὰ ἄνθη τοῦ χοροῦ,
αὐτὸς μακρὰν ἀπέχει,
τὸν ἰδικόν του ἄγγελον,
λατρεύει καὶ προσέχει.
Ας παύσ᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα,
ἂς παύσῃ ἡ διαμάχη,
καὶ δῆτ᾽ ἐν ἄνθος τοῦ χοροῦ
εἰς ποῖον θὲ νὰ λάχη.
Βλέπω μνηστήρας 'γὼ πολλούς,
ἀπέναντι καὶ στέκουν
μὲ βλέμματα παμπόνηρα,
ὅλοι ἀγριοβλέπουν.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Δικό σου θάναι καὶ αὐτό,
ἐσὺ τὰ θέλεις όλα,
μὰ ἑτοιμάσου κι' ἀπ' 'δῶ,
νὰ καταπιῆς τὴ φόλα.
Αιμίλιος Βέλλης:
Εγώ σὲ τοῦτο τὸ χωριό,
δὲν ἔχω καμμια (...)
καὶ ἄκουε τὰ λόγια μου,
που σου μιλῶ μὲ σκέψη.
Καλλίτσα:
Πρόσεξε πάλιν μὴ βρεθῆ,
στην τύχη σου (...)
γιατί θὰ πῇ ὁ κόσμος ποιά,
πῶς ἔχεις (...)
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Της Χρυσοφοῦ τὸ κόκκινο,
κορίτσια του γουστάρει
ὅσα δὲν φθάνει ᾿Αλεπού,
τὰ κάνει κρεμαστάρι.
Είναι πολὺ περίφανη,
καὶ χαμηλὰ κυττάζει,
καὶ νὰ σοῦ δώσῃ μια ματιά,
παρὰ πολὺ διστάζει.
Καλλίτσα:
Θὰ πῶ εἰς τὴν Μητέρα της,
γιὰ τὴν χαρὰν που πήρα
καὶ πῶς ἡ θυγατέρα της,
ήτανε χρυσομοίρα.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Μὴ κάμῃς κόπο ἄδικο,
ἐγὼ θὰ σὲ προλάβω
θὰ πάω νὰ πῷ τῆς Θείας της,
ἂν πέρνῃ ἕνα σκλάβο.
Καλλίτσα:
Θὰ τῆς τὸ πῶ γιατί καλά,
τὴν ξέρω ἀπὸ χρόνια
ὅτι ευρέθηκε γαμβρός,
μικρός, μικρός, στα χρόνια.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Την βλέπω καὶ παινέματα,
για λόγου της δεν βρίσκω,
ὦ δῆτε τῆς Ἀνατολῆς,
τοῦ Φεγγαριού του το δίσκο.
Αιμίλιος Βέλλης:
Ποτέ δεν εκοπίασα,
στὸν ἔρωτα επάνω,
ρίπτω τὰ δίκτυα στο γιαλό,
καὶ ψάρια πολλὰ πιάνω.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Αφησε τὰ καυχήματα,
γιατί νε ἀηδία,
καὶ πές της ποῦ σοῦ ἄναψε,
καμίνι στην καρδία.
Αιμίλιος Βέλλης:
Αὐτὸ δὲν εἶναι καύχημα,
είναι γυμνὴ ἀλήθεια,
κι' αὐτὰ ποῦ ψάλλει ἡ γλῶσσά σου,
εἶν᾿ ὅλα παραμύθια.
Κωνστ. Κορακής:
Μὰ νὰ γροικῷ τὸν ἄνθρωπον,
μονάχος νὰ καυχέτε,
Ευγέ σου Δεκαβάλλέ μου,
πολὺ καλὰ τοῦ λέτε.
Αιμίλιος Βέλλης:
Μη σπρόχνεσαι πολύ, πολύ
φίλε μου νὰ μὴ πάθης
έλα κοντά του κάθησε,
καὶ τὴν εὐχή του νάχης.
Κωνστ. Κορακής:
Δὲν τόλεγα ἂν ἤξευρα,
ἔτσι πῶς θὰ θυμώσης,
μὴ παρασεκλετίζεσε,
Αἰμίλιε θὰ δρώσης.
Αιμίλιος Βέλλης:
Εμαθες σὺ ποιὸς εἶμαι ἐγώ;
Φίλε μου πῶς μὲ λένε;
Πῶς τὰ κορίτσια του χορού,
με βλέπουνε καὶ κλαῖνε;
Κωνστ. Κορακής:
Πολύ καλά γνωρίζεσε,
εἶσαι παιδὶ τοῦ Βελλή,
καὶ πῶς φωνάζεις ἄγρια,
καθόλου δὲν μὲ μέλλει.
Αιμίλιος Βέλλης:
'Αφοῦ λοιπὸν μὲ γνώρισες,
ποιὰ εἶν᾿ ἡ γενεά μου,
τί ήθελες νάλθῃς ἐδῶ,
νὰ ψάλλῃς Καλαντά μου.
Κωνστ. Κορακής:
Μάθε λοιπὸν Αἰμίλιε,
ἦλθα στο μαχαλά μου,
κι' ἀπὸ τὴν εὐγενεία σου,
εὑρῆκα τον μπελά μου.
Αιμίλιος Βέλλης:
Τραγούδα παληκάρι μου,
καὶ λέγε ὅτι θέλεις,
μὰ πρόσεχε πολύ καλά,
τ' ἀγκάλια ποῦ τὰ στέλνεις.
Κωνστ. Κορακής:
Πάντοτε καὶ παντοτεινά,
τα λόγιά μου προσέχω.
μὰ νὰ πειράζω ἀγαπῷ,
ὅπου τὸ θάρρος ἔχω.
Αιμίλιος Βέλλης:
Ελα λοιπὸν πλησίασε,
συνήγορέ μου τρίτε,
σὲ συμβουλεύω Κορακῆ,
ἀπὸ τὰ μένε λεῖπε.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Αφησε Αντώνη τὸν καυγά,
δεῖξε τὰ ὅπλα χάμω
καὶ ἔλα νὰ τεργιάσωμαι,
της Μαργαρὼς τὸ γάμο.
Κωνστ. Κορακής:
Στὴν θέσιν ὅπου μὲ ἔφερε,
χάμω δὲν θὰ τ᾿ ἀφήκω
ὁ γάμος γιὰ νὰ χαλασθῇ,
θὰ πέσω σἂν τὸν λύκο.
Αιμίλιος Βέλλης:
Λάβε λοιπὸν τὰ ὅπλά σου,
κόπιασε παρὰ μέσα,
ἔλα νὰ ξεδιαλύνωμε,
αὐτὰ τὰ ἰντερέσα,
Ποιον πανδρεύετε κι οἱ δυό;
Πῆτέ μου νὰ γνωρίζω,
νὰ δῶ κι ἐγὼ που βρίσκομαι,
σε τί νειὰ ἀρμενίζω.
Καλλίτσα:
Ηλιε ἐξαμπιλιανέ,
ὦ εὐγενῆ Ζαμπέλη,
μπρόβαλε ν' εὐχηθῆς καὶ σύ,
εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Βέλλη.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Ω μάνα περιποίησις,
καὶ χάδια του Ζαμπέλη,
ἑξάπαντος ἡ γλῶσσά σου,
νὰ τὸν συστήση θέλει.
Καλλίτσα:
Γνωρίζεις πόσον τσ᾿ ἀγαπῶ,
ἐγὼ της χωργιανοί σου,
καὶ τοῦτο πρὸς ἐκτίμησιν,
Αντώνη δική σου.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Πάντοτ᾽ ἡ ἐξυπνάδα σου,
θὲ νὰ μ' ἀφήνῃ πίσω
γιά τοῦτο συλλογίζομαι,
ὁσάκις σου κτυπήσω.
Καλλίτσα:
Υπήρξες φίλος μου πιστός,
ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα
ὁπόταν τῆς νεότητος,
επότιζα τὰ κρίνα.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Πάντοτε σ' εἶχα ἄγαλμα,
μέσ' στὴν ὑπόληψίν μεν
κι' ἂν ποτέ, σε πείραξα,
γράψε το Ελλειψίν μου.
Καλλίτσα:
Τὸ ὄνομά σου τὸ ὑμνῶ,
ἡμέρας αἰωνίας,
χάριν τῆς ἐξυπνάδα σαν,
χάριν τῆς συγγενείας.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Συγχώρει Γιώργη τοῦ χωροῦ,
ὅπως τὰ φέρνη ἡ σφαίρα,
μὲ τὴν Καλλίτσα θὰ σοῦ πῶ,
κι' ἐγὼ τὴν καλησπέρα.
Καλλίτσα:
Αφήνω σας καλὴ νυκτιά,
μὲ χείλι λυπημένο,
μὰ τὰ παιδιά μου άφησα,
εἰς ἕνα σπίτι ξένο.
Αιμίλιος Βέλλης:
Ο χωρισμός σου εἶν σκληρός,
μεγάλη τιμωρία,
φεύγεις καὶ μένομαι καὶ οἱ τρεῖς,
με στοῦ λουτροῦ τὰ κρύα.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Φεύγεις στολίδι τοῦ χοροῦ,
καὶ στὸ παιδί σου φθάσαι.
καὶ πάντοτε στολίδι μας,
καὶ καύχημά μας θᾶσαι.
Τι κάθεσαι στὸ Μαγεργιό;
Κρεμύδια καβουρδίζεις;
ἔλα Ζαμπέλη στὸ χορό,
που ξέρεις καὶ κερδίζεις.
Ελα Ζαμπέλη στο χορό,
καὶ βλέπε γύρο, γύρω,
καὶ τὸν μπελά τους θάβρουνε,
ὅσοι σὲ ποῦνε χήρο.
Αιμίλιος Βέλλης:
"Ελα Ζαμπέλη στο χορό,
μὴ σκέπτεσαι καθόλου,
ὅσα σου ψάλ' ὁ χοριανός,
ἂς πάνε κατά διαβόλου.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Αστραψε ἡ ᾿Ανατολή,
καὶ ἂς βροντίσῃ ἡ δίσι·
έλα μαζύ μου Αιμίλιε,
νὰ βγοῦμαι στο γιαρίσι.
Αιμίλιος Βέλλης:
Εύγα παρέξω φίλτατε,
νὰ δοῦμαι τί θὰ γείνη.
ο πόλεμος ο φοβερός,
εἰς ποῖον θε νὰ κλίνη.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Να πανδρευθής Αιμίλιε,
να φύγῃ ἡ έγνοια πούχα,
μὰ στὸ σχοινὶ τῆς παναγιᾶς,
δὲν ξαναπλώνω ροῦχα.
Αιμίλιος Βέλλης:
Μάθε ἐγὼ τὸ κήρυξα,
πῶς θὰ ἀποφασίσω,
το ρόδι φετεινοῦ καιροῦ
Γιώργη μου θὰ πατήσω.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Είσαι λίγο προβιβηκώς,
ἀλλ' ὅμως δὲν πειράζει,
μιὰ ἐξαμπελιανή ψυχή,
γιὰ σένα ἀναστενάζει.
Αιμίλιος Βέλλης:
Γιὰ λυσέ μου τὸ αἴνιγμα,
ὦ φίλε μου Ζαμπέλη,
γιατ᾿ ὁ κακός μου συγγενής,
στο Φάρο μ' ἀποστέλλει.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Εσύ κι ἐγὼ τὰ ξέρομαι,
αφηστ' ἀνεπαυμένα,
τὰ πράγματα τὰ ἐρωτικά,
ἔχετα σκεπασμένα.
Αιμίλιος Βέλλης:
Κι' ἐγὼ μεγάλη προσοχή
σου συνιστῷ στο μέλλον
ἡσύχαζε ἀθάνατο,
παιδὶ τῶν ᾿Εξαμπέλων.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Θαρρῇ πῶς εἶναι σκεπαστά,
καὶ θέλει νὰ τοῦ φέγγω
νὰ κάμῃ κλησιάρχησα,
ποῦ τὴν λέν Ελέγκω.
Αιμίλιος Βέλλης:
Ω γλῶσσα ἀχαλήνωτος,
πότε πλέον θὰ παύσης,
ὅλά σου τὰ καυσόξυλα,
ἐδῶ, θενά τα καύσης.
Πετάξου πάλι σκάνδαλο,
νὰ τὰ ἀποκαλύψῃς,
ἀπὸ αὐτὰ τὰ βάσανα,
κάλλια εἶναι νὰ λείψης.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Αν δεν βαργιέσαι Αιμίλιε,
ἀνέβαινε καὶ σφύρα,
ἂν πάρῃς ἀπ' τὰ Ξάμπελα,
πολύ ναι και μια χήρα.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Εγνοιά σου νὰ χολομανάς
σὰν τὸ κερὶ ν' ἀνάφτης
τοῦ Φάρου την Καλλογρηά,
τὴν ἔφαγε ὁ Γάτης.