Εσπερίδα στον Αρτεμώνα

Αποθετήριο Νο328

24 Φεβρουαρίου 1908 (Κυριακή της Τυροφάγου).

Εσπερίδα στον Αρτεμώνα.

Χρονολογία: 1908
Δημοσιεύτηκε από: Επιμελητής No1 Π.Σ.Σ
Δημοσιεύτηκε στις: 02 Απρ 2025
Τεκμήρια: 2

Αιμίλιος Βέλλης:

Πάλι θα αρχίσῃ ἡ γλῶσσά μου, 

κορίτσια νὰ σᾶς ψάλλη,

Τὰ ψεύματα τελείωσαν, 

πάει τὸ καρναβάλι.

 

Ω ! Αγγελέ τραγούδισε, 

λάβε καὶ ἐσὺ τὸν λόγον,

Εἰς τὸ χωριό μας παίζουνε, 

πολύ μεγάλο ρόλον.

 

ΧΡ.:

Τι νὰ σοῦ πῶ Αἰμίλιε, 

ποῦ δὲν λαμβάνω μέρος,

Εμένα με παρήτησε, 

σὲ βεβαιῶ ὁ ἔρως.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Τραγούδησε ὦ Κωνταντή, 

μὲ τὴ γλυκειά σου γλῶσσαν,

Όσοι εὑρίσκονται ἐδῶ, 

ὅλοι με φαρμακῶσαν.

 

Κ. ΧΡ.:

Πάντα μὲ γνῶσιν νὰ μιλῇς, 

μὲ λόγια μετρημένα,

Νὰ ἦσαι ποιὸ ἀγαπητός, 

καὶ γροῖκα μου καὶ μένα.

 

Καὶ ἂν γελοῦνε μὲ ἐσέ, 

γέλα καὶ κᾶνε χάζει,

Μὰ εξεύρουν τίνος εἰσ᾽ υἱός, 

κι᾿ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει,

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Το Μενταλλιὸ κατάστηθα, 

κακὸς μαγνίτης εἶναι,

Καὶ βλέπετο Αἰμίλιε, 

καὶ τὴν καρδιά σου ψήνε

 

Ελένη ὀνομάζετε, 

καὶ εἶναι ὅλο χάρις,

Εἶναι αὐτὴ ποῦ ἔκλεψε, 

ὁ μυθικὸς ὁ Πάρης.

 

Καραβάς:

Καινούργια αγάπη τὸ λοιπόν, 

κάνε ἀπόψε Βέλλη

Καὶ γιὰ τὴν ἄλλη παληά, 

καθόλου μὴ σὲ μέλλει.

 

Συν.:

Πάντοτε τὸν Αἰμίλιον, 

ἀκούω νὰ κτυπῆτε,

Πείτε μου σεῖς οἱ ψιμονιοί, 

μὴ τὸν ζηλοτυπείτε.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Αλλοι τοῦ πάν πινακοτή, 

αὐτὸς ἀλλοῦ ζημόνει

Δεν βλέπετε τὴ Μαργαρώ, 

που στρίφει καὶ θυμόνει.

 

Ώ Μαργαρώ παράτατον, 

τὸν ψεύταρο τὸ χιώτη,

Αγάπα γιὰ τὸ πείσμα του, 

τον κάψο-Παναγιώτη.

 

Παναγιώτης:

Πολύ καλά γνωρίζεις το, 

πῶς ἔρως με δεσμεύει,

καὶ ὅ του πατεῖ τὸ πόδι μου, 

κανεὶς δὲν τὸ παλεύει.

 

Συν.:

Πρόσεξε Παναγιώτη μου, 

των γυναικῶν τὰ δύκτια,

Της κυνηγοῦσα κι' εγώ, 

πικρό ποτήρι ήπια.

 

Ολοι θωρῶ τὰ βάλλετε, 

μαζὶ μὲ τὴν ῾Ελένη,

᾿Εὰν ἐτρέλλανε τοὺς νηούς, 

ὄχι καὶ πανδρεμένοι.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Εκείνη τον Αιμίλιον, 

ήλθε να καμαρώση,

Κι' εκρέμασε το Μενταλλιὸ 

νὰ τοῦ τὰ φανερώση.

 

Παναγιώτης:

Γιὰ τοῦτο μου αγρίευσε, 

ἀπόψε σαν (...)

Τὸν κόμπον θὲ νὰ ρίψωμεν, 

καὶ ποιος τηνε πάρη.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Επάνω εἰς τὸν ἔρωτα, 

λόγος δὲν μὲ προφθάνε

Ω Παναγιώτη ἄκουε

κάμνε καὶ σὺργιάνη.

 

Αφῆτε νὰ φωνάζουμε, 

ὅλοι των σαν βαθράκοι,

Μὰ μένα ἡ καρδία μου

δὲν ἔχει καὶ μεράκι.

 

Παναγιώτης:

Τὸ λέγεις μὲ τὸ χεῖλος σου

μὰ ὄχι κι' ἡ καρδιά σου

Καὶ ἐγὼ θωρῶ ἐπάνω της, 

είναι τα βλέμματά σου.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Καμάρωσε Αιμίλιε, 

τὸ μύλο που ροδίζει,

Κι' ὁ Παναγιώτς εὔκολα, 

φοβᾶται καὶ κορδίζει.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

 Ἔχω πολὺ δικαίωμα, 

ἐγὼ τὰ καμαρώνω,

Τα λόγια σας τὰ ἄτοπα, 

πάντα θὲ νὰ στηλόνω.

 

Β.:

Βλέπω καὶ τὸν Πετρόπουλον, 

τὸν φίλον τὰ θαυμάζη

Κοντά στη πόρτα κάθετε, 

φίλοι μου καὶ ρεμβάζῃ.

 

Ω ξένε μου Πετρόπουλε 

την προσοχὴ μὴ δώσης,

Στὰ λόγια ποὺ ἀκοῦς ἐδῶ, 

ποτὲ νὰ μὴν ἐνδώσης.

 

Πετρόπουλος:

᾿Απὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς, 

σ᾽ εὐχαριστεῖ ὁ ξένος

Καὶ εὔχεται στὸν ποιητήν, 

ναναι εὐτυχισμένος,

 

Πρόσμενε σε παρακαλῶ, 

ἴσως περισυλλέξω,

Κανένα λουλουδ' εύοσμο, 

στεφάνι νὰ σοῦ πλέξω.

 

Τοῦ ᾿Αρτεμώνος καύχημα,

τοῦ Πεταλιοῦ καμάρι,

Χαρᾶς σ᾽ ἐκείνηνε τὴ νειά, 

ποῦ τὸν Αἰμίλιο πάρῃ.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Εὐχαριστῶσε ξένε μου, 

μὲ τὰ γλυκειά του γλώσσα

Τὰ χείλη σου τὰ ἄδολα, 

ἐμένα με σκλαβώσαν.

 

Πετρόπουλος:

Τὰ βέλη τὰ ποιητικά, 

δεν σε πληγώνουν Βέλλη,

Αφες τὸν κόσμον φίλε μου, 

νὰ λέγῃ ὅτι θέλει,

 

Φέρτε Ιτιὲς τοῦ Παρνασσού, 

καὶ δάφνες τ' Αρτεμῶνος,

Νὰ στέψω τον Αιμίλιον, 

ποὖναι στη Σίφνο μόνος.

 

Αντώνιος Δεκαβάλλας:

Ποιός εἶναι τόσο ἄδικος, 

νὰ μὴν τὸ μαρτυρήση,

Πῶς εἶσαι γιὰ στεφάνωμα, 

ἐδῶ καὶ στὸ Παρίσι.