Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 1908 στα Εξάμπελα.
Οι ποιητές: Αντώνιος Δεκαβάλλας (δικηγόρος), Αιμίλιος Α. Βέλλης, Γ. Ζαμπέλης, Α. Κορακῆς, Αγ. Βασάλος, Αγ. Χρυσοφός, Γ. Τρομπόνης (Καραβάς), Αν. Συναδινός, Μαργαρώ Κόμη.
Αιμίλιος Βέλλης:
Καλησπερίζω με χαράν,
φίλους τῶν ᾿Εξαμπέλων
καὶ ἤρχισα συζήτησιν,
με προσοχή στο μέλλον.
Χαίρετ' Αντώνη Κορακή,
μαζὺ κι' ἡ συντροφιά σας
τὸν κόσμον ἐγοήτευσε,
ὅλη ἡ καμηλωσιά σας.
Αντώνης Κορακής:
Καμήλαις ναναι ἄσχημαις,
μαζύ μου δὲν τῆς θέλω
διότι δὲν τεργιάζουνε,
μὲ τὸ ψηλό καπέλλο,
Σάς λέγω ἀντιχαίρετε,
πολὺ εὐχαριστῶ σας,
ἀπόψε θύμα θὰ γενῶ,
χατήρι ἰδικό σας.
Αιμίλιος Βέλλης:
Πάντα ν' ἀκμάζης Κορακῆ,
ν' ἀνθῖς νὰ λουλουδίζης
ὅπου βρεθής, κι' ὅ του σταθῇς,
τὸν τόπον τον στολίζεις.
Αντώνης Κορακής:
Κι' ἐγὼ τὴν εὐγενεία σου,
τηνε καλησπερίζω,
Αιμίλιε ἑλληνικά,
μὴ λὲς καὶ τὰ σαστίζω.
Γιατί δεν πήγα στο Σκολιό,
τὸ ἄλφα δὲν ἠξέρω
κι' ὅταν μιλῇς ἑλληνικά,
σεκλέτι θὰ τὰ φέρω.
Αιμίλιος Βέλλης:
Σὺ εἶσαι ἀξιοθαύμαστος,
μὲ τὴ δική σου γλῶσσα
Νὰ μὴ φοβᾶσαι Κορακῆ,
καὶ λέγε ἄλλα τόσα.
Αντώνης Κορακής:
Οτι κι᾿ εἶναι ὁ ἄνθρωπος,
γράμματα σἂν δὲ ξέρη
ἐλεύθερα δὲν ὁμιλεῖ,
σαν πάῃ ξένα μέρη.
Αιμίλιος Βέλλης:
Μία φων᾽ ἤκουσά κι' ἐγώ·
καὶ ἦτο ἐξαισία,
κηλάδησε εἰς τὸν χορόν,
κυρὰ ᾿Αναστασία.
Αντώνης Κορακής:
Σου το πα μιὰ σοῦ τό πα διό,
ἑλληνικὰ δὲν θέλω
Νὰ μὴ μου πούνε βέγεντο,
ᾗ νηὲς τῶν Εξαμπέλων.
Είν' ἡ σειρά σου νὰ τὸ πῆς
κυρία Αναστασία,
Νὰ μὴ φοβάσαι ἐγώ 'μαι ἐδῶ,
κηρύττω παρησία.
Αιμίλιος Βέλλης:
Χρυσό ζευγάρι Πεταλιού,
Νίκο καὶ ᾿Αφροδίτη,
Τὸν κόσμον ἐστολίσατε,
μέσα σ' αὐτὸ τὸ σπίτι.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
᾿Αλλὰ καὶ ὁ Φραγκοσιανός,
μὲ τὸ μακρί του φέσι
Εχει ἀγγελικό κορμί,
καὶ δακτυλίδι μέση.
Αντώνης Κορακής:
Καλέ πῶς τὸν ἐγνώρισες,
πῶς εἶν᾿ ἀπ' τὴν Γραμποῦσαν,
Πούναι ἔθιμο τοῦ τόπου μας,
κι᾿ ὅλοι βρακιά φορούσαν.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Με πάθος δεν μιλεῖ ποτέ,
τὸ ἰδικόν μου χείλη
Σᾶς ἐρωτῶ καὶ πῆτε μου,
ξεύρει καὶ φθάνει μυλοι :
Αιμίλιος Βέλλης:
Οσαις γυρνούνε στὸν χορόν,
μὲ βελλο καὶ και καπέλλο,
Μιάζουνε σὰν ἀγάλματα,
νὰ τὸ κηρύξω θέλω.
Αντώνης Κορακής:
Καὶ ὁ ᾿Αντώνης Κορακῆς,
μὲ στο χορό γυρίζει
Νὰ τὸ κηρύξης περιττό,
ὁ κόσμος τὸ γνωρίζει.
Τὸ ὄνομά του εἶν᾿ ἀκουστό,
σ' Ανατολὴ καὶ δύσι;
Διότι εἰς ὅλη τὴν ζωήν,
παιδὶ δὲν ἔχει βρίσει.
Αφοῦ ἐσταματίσετε,
κι' ἐμείνατε ὀπίσω;
ἂς μείνῃ ἡ ὑπόθεσις,
νὰ σᾶς καληνυκτίσω.
Αιμίλιος Βέλλης:
Κάθισε λίγο Κορακή,
τραγούδησε ἀκόμα,
κι' ἂς λέγει ὅτι ἠμπορεῖ,
τὸ ἰδικόν σου στόμα.
Αντώνης Κορακής:
Εως νὰ βγῇ ὁ ἥλιος,
σοῦ λέγω θὰ καθίσω,
Μὰ θὰ σὲ βάλω πρόστιμο,
ἂν ξαναμείνης πίσω.
Τώρα είμαι στο γοῦστο μου,
Αιμίλιε ἀγάντα,
Σἂν τὸ Βαρκάκι σὲ κρεμνῶ,
στὴ δεξιά μου πάντα,
Αιμίλιος Βέλλης:
Εγὼ δὲν ὀπισθοδρορῶ,
βαδίζω μὲ κομπάσο
Εἰς θέσιν εἶμαι Κορακή,
ἐγὼ νὰ σὲ περάσω.
Θελω ἐγὼ νὰ τραγουδῇ,
μὲ στοῦ χοροῦ τὰ μέλη,
κι' ἂς ἀρχίσῃ ἡ γλῶσσα σου,
Γεώργιε Ζαμπέλη.
Αντώνης Κορακής:
Αδικα και παράδικα
εἰς τὸ χορὸ γυρίζω,
Ζαμπέλη τραγουδήσετε;
καὶ ἐγὼ καληνυκτίζω.
Αιμίλιος Βέλλης:
Με λύπην μου παρατηρῶ
καὶ τὴν ᾿Αναστασία,
Νὰ σιωπᾷ εἰς τὸν χορόν,
ποῦ εἶναι θαὑμασία.
Αντώνης Κορακής:
Αναστασώ Ζαμπέλη μου,
ὁρίστε τραγουδῆτε,
Ἐγὼ σας σὲ καληνυχτῶ,
καὶ νὰ μοῦ συγχωρῆτε.
Αιμίλιος Βέλλης:
Στάσου σοῦ λέγω Κορακή,
νὰ δοῦμε τί θα γένη,
Γιατ᾽ ὁ χορὸς ἀποψινός,
στὰ κρύα θὲ νὰ μένῃ.
Ας τραγουδῇ ἡ γλῶσα σου,
ποῦ εἶναι μέλι γάλα.
ἕως νὰ φθάσουνε ἐδῶ;
τὰ πρόσωπα τὰ ἄλλα.
Ο Δεκαβάλλας πάντοτε,
φθάνει κατὰ τὰς δέκα,
Μα τώρα εἶναι ἔνδεκα,
ἂν θὲς ὀλίγο στέκα.
Αντώνης Κορακής:
Αν περιμένω ἐγὼ αὐτόν,
θὰ πῇ δὲν ἔχω γνῶσι,
καμμιὰ φορὰ στὸ σπήτι του,
πάει σἂν ξημερώσῃ.
Συγχώρησέ μου σύνομε,
π᾿ ἄκουσες τὸ ὄνομά σου,
᾿Εὰν σᾶς κακοφάνηκε,
ἔχεις τὰ δίκαιά σου.
Αιμίλιος Βέλλης:
Εἰς τὴν φωνὴν κι' ὁ Λάζαρος,
ἦλθε κι' ὁ Δεκαβάλλας,
καὶ ὁ χορὸς νοστίμησε
τώρα μέ τόσο ἅλας.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Πάντοτε μ' εὐχαρίστησι,
Αντώνη σ' ἐνταμόνω,
Οτι κι ἂν πῇς για λόγου μου,
χαλάλι δεν θυμόνω.
Αντώνης Κορακής:
Νὰ ὁρκισθῶ εἶν᾿ περιττό,
διὰ τὴν ἀφεντιά σου,
Απόψε Δεκαβάλλα μου,
ἦλθα στη γειτονιά σου.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Τῆς εὐμορφιὲς ὅπου κρατεῖς,
μαζὺ καὶ συνοδεύεις
ἐθάμβωσες τὰ μάτια μου,
τὴν γλῶσσά μου μπερδεύεις.
Αντώνης Κορακής:
Τῆς ἐμορφιές ἐγὼ κρατῶ,
μόνον δι᾿ ἕνα λούσο,
ἐγὼ ἦλθα στὰ Ξάμπελα,
ν᾿ ἀκούσῃς καὶ ν' ἀκούσω.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Εμβῆκα μέσα στο χορό,
κι' ἐθάμβωσε τὸ φῶς μου
Βοήθα τὸν ἁμαρτωλόν,
ὦ Ματαγιὰ τοῦ κόσμου.
Αντώνης Κορακής:
Εγέρασες μὰ ὁ σεβδάς,
ἀκόμη νὰ σοῦ φύγῃ,
ὅπου κι ἂν ᾖναι, ἡ λεβεντιά,
το μάτι σου ξανίγει.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Καὶ τὴν μεγάλη δύναμι,
ἡ εὐμορφιά κατέχει,
καὶ μὲ αὐτὴ ὁ σατανᾶς,
ταῖς ἁμαρτίαις βρέχει.
Αντώνης Κορακής:
Ἡ εὐμορφιά διὰ ἡμᾶς,
πηγαίνει ποιὸ εἰς μάτη.
Σύννωμε νὰ μὴ ρίζεσαι,
εἰς ὅτι δεῖ τὸ μήτι.
Αφίτομεν καλὴ νυκτιά,
ὅλοι μικροί μεγάλοι,
Η συντροφιά μου βιάζετε,
νὰ πᾶμε στὸ Πετάλι.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Εἰς τὸ καλὸ ζημέρωμα,
Αντώνη μου νὰ πᾶτε,
Μὰ ἡ καρδιά μου δι' αὐτό,
παρὰ πολὺ λυπᾶτε
Αιμίλιος Βέλλης:
Ω καλὴ νύχτα Κορακῆ
μὲ τὰ λυπά τα μέλη,
Νὰ ἐνθυμῆσθε πάντοτε,
καὶ τὸν υἱὸν του Βέλλη.
Αντώνης Κορακής:
Οσους θωροῦν τὰ μάτια μου,
λέγω εὐχαριστῶσας
καὶ τὴν τιμὴν, που δώσατε,
διὰ λογαριασμόν σας.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Μιὰ καλὴ νύκτα χρεωστῶ,
ὁ νόμος ἐπιτρέπει,
Νὰ ποῦμε στὸ ἀνδρόγινο,
στο νέο ποῦ τοῦ πρέπει.
Αγ. Βασάλος:
Κι' ἐγὼ δὲν ηύρηκα και καιρό,
νὰ τοῦ εἰπῶ ἀκόμη
Νὰ ἦσθε καλλοροίζικοι,
ὦ Νικολό μου Κόμη.
Αντώνης Κορακής:
Τώρα που φύγαμε ἡμεῖς,
εὑρῆκες τη σειρά του,
Κάπου καὶ καπου νὰ βρεθῇ,
φίλ' ή κατεργαριά σου.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Καμμὰ φορὰ σουτἄλεγα,
νὰ ποῦ τὰ λέγουν κι ἄλλοι
Ἤκουσες καὶ τὸν Κορακῆ,
ἀπόψε τί σου ψάλλει;
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Εἶν᾿ ἄλλο κατεργάρικο,
ὡσὰν τὸ ᾿Αγγελάκι,
Γιὰ τοῦτο ἔχει καὶ τ᾿ αὐτιά,
φραγμένα με βαμβάκι.
Άγγελος Χρυσοφός:
Πρῶτον ὀφείλω καὶ ἐγώ,
νὰ σᾶς καλησπερίσω
κι' ανεξαιρέτως ὅλους σας,
νὰ σᾶς σε χαιρετίσω.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Καἱ 'μεῖς καλησπερίζομεν,
τη συντροφιά σας ὅλη
Κυρία καλῶς ὥρισες,
στὴν ἰδικήν μας πόλι.
Άγγελος Χρυσοφός:
Φίλε καλώς σας ηὕρηκα,
μὲ χείλος πικραμένο,
καὶ τὸ χωριό σου ἄφησες,
ἀπόψε μαραμένο.
Αν. Συναδινός:
Σᾶς εἶδε ὁ Αἰμίλιος,
κι' ἔχει χρυσές ελπίδες,
Ποῦ θὰ τοῦ πῆς ὦ Αγγελέ,
καμμιὰ ψυχὴ ἂν εἶδες.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Νὰ μὴ πικραίνεσαι πολύ,
αγαπητό μου φροῦτο
Γιατί ἂν ἤλλαξα χωριό,
χωριό μου εἶν' καὶ τοῦτο.
Αγ. Βασάλος:
Δόξα μεγάλη και τιμή,
κυρία μου σᾶς πρέπει,
Γιὰ τοῦτο σᾶς παρακαλῶ,
σηκώσετε τὴν σκέπη,
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Ημουν νεκρὸς καὶ μ᾿ ἔβγαλες
ἀπόψε ἀπ᾿ τὴν ᾅδη,
και ἐγὼ καλησπερίζωσαι,
ὦ κόρη του Μουγάδη.
Μαργαρώ Κόμη:
Ηκουσα τὴ γλυκειὰ φωνή,
καὶ πάλι χαιρετῶσας.
Ζαμπέλη μου πῶς τὰ περνᾶς,
περὶ τοῦ ἐρωτός σας;
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Μὴν τὸν χαδεύεις Μαργαρώ,
ἐπάνω του τὰ πέρνει
καὶ μάθε πῶς στὸν ἔρωτα,
ὀλίγο καταφέρνει.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Σὲ μὲ καὶ στὸν Αἰμίλιον,
ἀνήκουνε τὰ χάδια,
Γιατί δεν στρίφωμεν ποτέ,
ξανάστροφα τὰ φάδια.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Πολὺ νωρὶς τὰ ψάθινα,
ἂς που με μία λέξη,
Μπᾷς φέρνουνε τὴν εἴδησιν,
πῶς θενὰ ξαναβρέξη.
Δειλά, δειλά, βαδίζουνε,
δὲν ἔχουνε κουράγιο,
καὶ μάλιστα ὁ μπροστινός,
που κάνει σαν τὸ ἅγιο.
Αιμίλιος Βέλλης:
Καλῶς ὡρίσατε παιδιά,
όλα τοῦ ᾿Αρτεμώνος,
Ο 'Αγγελέ μου σήκωσε
την προσωπίδα μόνος.
Αγ. Βασάλος:
Καλόγερε δὲν ὁμιλεῖς;
γράμματα σὺ δὲν εἶδες;
Η μήπως δὲν σ᾽ ἀφίνουνε,
τοῦ κόσμου εἰ φροντίδες ;
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
'Ήντα διαβόλου πείραξες,
ταράζει την καρδιά του
Δὲν ἔκαμε αποκριά,
ποτὲ μὲ τὰ παιδιά του.
Αγ. Βασάλος:
Την συντροφιά σου ντρέπομαι,
ποῦ ἔχουνε τὴ χάρι,
Τὰ ἰδικά σου κύταξε,
σεῖς γέρο ξεκουτιάρη.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Δεν πάει ὁ περίδρομος,
νὰ κάτσῃ σὲ μιὰ κόχη
Καὶ δῆτε τὸ μουστάκι του,
λουστραρισμὸ ποῦ τόχει.
Αιμίλιος Βέλλης:
Ω ᾿Αγγελάκι μὴν ἀκοῦς,
ὅσα καὶ ἂν σοῦ ψάλλουν
“Όλοι μεγάλοι καὶ μικροί,
ἀπόψε δῶ σφάλουν.
Αγ. Βασάλος:
Κανένας νὰ ἐκφράζετε,
τὰ πρόστυχα δὲν πρέπει,
Γιατί ἡ καμήλα πάντοτε,
τὴν ράχην της δεν βλέπει.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Ω πονηρὸ ξελόγιασμο,
ποῦ τὸ σφιγμό σου βρῆκα
Που κόλλησε το μάτι σου,
πάνω στη Μαρίκα.
Αιμίλιος Βέλλης:
Μὴ τὸν συκοφαντεῖ κανείς,
καὶ εἶναι ἁμαρτία,
Αὐτὸς δὲν ἔχει ἔρωτα,
εἶναι συκοφαντία.
Αγ. Βασάλος:
Νὰ μὴ τοῦ μοιάσῃ ἡ γέννα του,
μῆτε καὶ πατριώτης,
Εχάθη ἐξ αἰτίας του,
ὅλη ἡ ἀνθρωπότης,
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Μὴ δίδεις υπεράσπισιν,
πολὺ στὸν ἑαυτόν σου,
Σὲ ξέναις κοίταις πάντοτε,
μὴ κάνεις το αυγό σου.
Αγ. Βασάλος:
Νὰ κι᾿ ἄλλος ἀπ᾿ τοὺς παστρικούς,
ποῦ μᾶς δικηγορίζει,
Μέρα καὶ νύκτα στὰ στενά,
σαν τὸν τρελλό γυρίζει.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Δῆτε λουκούμι ποὔβαλε,
στον πόθο του νὰ φάῃ
Που πόσα χέρια νά τοῦ πῇ,
κανένας νὰ τὸν πάη.
Αγ. Βασάλος:
Γροικᾶτέ του Αιμίλιε,
καὶ οἱ λοιποί μου φίλοι,
Τοῦ πρέπει εἰς τὴν Κέρκυρα,
κανένας νὰ τὸν στείλῃ,
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Μαρίκα σε παρακαλῶ,
χαμήλωσε τα μάτια,
Σερβίρισε του τὸν καφφέ,
νὰ πγῇ τὰ καταπάτγια.
Αιμίλιος Βέλλης:
Κι' ἐγὼ μὲ λύπη 'Αγγελή,
ἀκούω ταῦτα τώρα,
Όμοια ἤκουσα κι' ἐγώ,
στ' Αη-Λουκᾶ τὴ χώρα.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Λουκούμι κατακόκκινο,
που λέν' τοῦ Ζημπουλάκη,
Στὰ δόντια τοῦ Αἰμίλιου,
καὶ ὄχι στ' Αγγελάκη.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Νὰ τόξευρε κι' ὁ Καραβάς,
θ᾽ ἄνοιγε τα πτερά του
Παιδιὰ νὰ τοῦ φωνάξετε,
να σύρῃ τὴν οὐρά του.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Οποιο κι᾿ ἂν πάρῃς ἀπ' τοὺς διό,
ὦ κόρη θὰ ἐπιτύχης
Μὲ τοῦτον θὰ πτερνίζεσαι,
μ' ἐκεῖνον δὲ νὰ βήχης.
Αιμίλιος Βέλλης:
Παρακαλῶ σε Εξάδελφε,
κάθισε σ᾽ ἕνα μέρος,
Τι θέλεις εἰς τὸν ἔρωτα,
ποῦ εἶσαι πλέον γέρος.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Ω ποῦ νὰ κάτσῃ κόκκαλο,
ἐπάνω στὸν λαιμόν σου,
Ποῦ ἀφορμὴ ἐγύρευες,
να ψάλλῃς τὸν καϋμόν σου.
Αγ. Βασάλος:
Ω Δεκαβάλλα νὰ μοῦ πῇς,
γιατί τὸν κατατρέχεις;
Μὲ τὸν Ζαμπέλλη, φίλε μου,
ποίαν αἰτίαν ἔχεις;
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Γιατί δὲν μπορῶ ποτέ,
μαζύ των νὰ μονιάσω,
Καὶ δὲν σοῦ λέγῳ πάρτονε,
νὰ μὴ σὲ φουρτουνιάσω.
Αγ. Βασάλος:
Δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα,
Γεφύρι να περάσῃ.
Γιατί εἶναι ὁ Αιμίλιος,
κι' ἀμέσως θὰ τὸν περάσῃ.
Αιμίλιος Βέλλης:
Δόξα νὰ ἔχῃ ὁ Θεός,
που βρέθῃ γιὰ τὰ μένα,
Μία ψυχὴ νὰ πῇ καλό,
εἰς χείλη πικραμένα.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Ακόνησε τὰ δόντιά σου,
καὶ πὲς πῶς θὰ πασχάσης
᾿Απὸ ἀρνάκι τοῦ βυζιού,
νὰ φᾶς καὶ νὰ χορτάσης.
Μαργαρώ Κόμη:
"Οσα κι' ἂν πῆτε εἰς ἐμέ,
γνώμη δεν μεταβάλλω
Τον Γιώργη τὸν ἠγάπησα,
ἐγὼ δὲν θέλω ἄλλο.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Δός του τὸ ρέμπελη ζωή,
τὴν πόρτα σου ν' ἀφήσῃ,
᾿Αλλὰ συμβούλευσέ τονε,
νὰ πάῃ νὰ ψοφήση.
Μαργαρώ Κόμη:
Σἂν τὸν Χριστὸ μ'κάρφωσες,
καὶ αἷμα δὲν θὰ στάξω,
᾿Αντώνη μου τὸν ἀγαπῶ,
μεγάλα θὰ φωνάξω.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Μὰ βγάλε πγιὰ καὶ τὴν μαγιά,
που ἦλθες στὸ χοργιό μου,
Γιὰ νὰ σὲ δῶ ποιὸ καθαρά,
ψυχὴ ζωὴ καὶ φῶς μου.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Ελα και ο κυρ Καραβά,
κούνισε τα ξεράδια,
Μὴ θὲς σἂν τὸ μικρό παιδί,
ἕνα καράβι χάδια.
Μαργαρώ Κόμη:
Ονομα ἀκούω Καραβᾶ
καὶ τρέμει ἡ καρδιά μου
Καὶ σἂν τὸν ἅγιο νὰ τὸν δῶ,
ἐπιθυμῶ μπροστά μου
Καραβάς:
Χαριτωμένη κι' ἀκριβή,
πέταξε τη σκεπή σου.
Κι' ἐγώ μαι τὸ ἀνάθρεμα,
στο τέλος τῆς ζωῆς σου.
Αιμίλιος Βέλλης:
Δὲν ἤξευρα ὦ Καραβά,
πῶς εἶσαι ἐδῶ πέρα,
Καὶ διὰ τοῦτο ήργισα
νὰ πῶ τὴν καλησπέρα.
Μαργαρώ Κόμη:
Ελα ποιό μέσα Καραβά,
διὰ νὰ σ᾿ ἀντικρύσω,
Καὶ παρευθὺς τὸ βέλο μου,
γιὰ σένα θὰ τὸ σχίσω.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Ως βλέπω με παρέτησες,
μεσ' τὰ νερὰ τὰ κρύο,
Θὲ νὰ σφαγοῦμαι ἀπ όψε οἱ δυό,
καὶ θᾶσαι σὺ αιτία
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Κόπιασε μέσα Καραβά,
βοήθα τον Ζαμπέλλη.
Που πάει ὁ κακόμοιρος,
σἂν τὸ σκυλλὶ στ' ἀμπέλι.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Ξεύρεις πόσο μὲ σκιάζετε,
σἂν ποντικὸς τὸ γάτη
Ας ἔμβῃ μέσα καὶ θὰ δῆς,
πῶς θὰ τοῦ ποιῶ τὸ μάτι
Μαργαρώ Κόμη:
Δὲν ξεύρεις πόσο λαχταρά,
ἡ τρυφερά καρδιά μου
Μπρόβαλλε λίγο τὰ σὲ δῶ,
ψυχή μου Καραβά μου.
Καραβάς:
Εμπρόβαλλα μὲ τὴν ὁρμή,
νὰ φθάσω παρὰ μέσα
᾿Αλλὰ ὁ χῆρος μουκαψε,
ὅλα μου τὰ κουμπρέσσα.
Αιμίλιος Βέλλης:
Ελα ποιό μέσα Καραβᾶ,
νὰ γίνομαι τριάδα,
Μαζὺ μὲ μᾶς ὦ δυστυχή,
νὰ πάρῃς τὴν κρυάδα.
Καραβάς:
Ω κόρη υπερήφανη,
ὦ κόρη του Μουγάδη,
Κλεψέ το καὶ λυπήσου το,
τὸ ἰδικό μου χάλι.
Μαργαρώ Κόμη:
Γροικῶ σου μὰ δὲν σὲ θωρῶ
ἕλα νὰ σ᾿ ἀντικρύσω
Καὶ δι' ἐσὲ ὦ Καραβᾶ,
ἐγὼ θ' αὐτοκτονήσω.
Καραβάς:
Εμπρόβαλλα καὶ σ' ἤκουσα
μὲ χήρους ν' ἀλωνεύεις,
Θὲ νὰ σοῦ φᾶνε τὴν (...),
τί διάβολο γυρεύεις;
Αν. Συναδινός:
Η κόρη σὲ παρακαλεῖ,
κάμε της το χατήρι,
Ελάτε μέσα Καραβά,
καὶ βγάλετε της χῆροι.
Μαργαρώ Κόμη:
Τὸν χῆρον ἐγὼ προσωρινῶς,
τὸν εἶχα Καραβά μου,
᾿Αλλὰ ἐσένα ἤκουσα,
κι' ἐχάρη ἡ καρδιά μου.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Καλέ Χριστέ κάμε σε μέ,
μία δικαία δίκη,
Γιατί λοιπὸν μου γύρευες,
᾿Αρνάκι μπριζολίκι;
Αγ. Βασάλος:
Ελα κοντά μου Καραβά,
κι' ἐγὼ θὰ προσπαθήσω,
Την κόρη αὐτὴ τὴ λυγερή
σε σένα νὰ ἀφήσω.
Μαργαρώ Κόμη:
Ποῦ εἶσαι ἀξιέπαινο,
κορμὶ τῶν ᾿Εξαμπέλων.
Νὰ σὲ γνωρίσω ἔβγαλα,
σημείωσε τὸ βέλλον.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Ντρέπεται να φανερωθῇ,
εἶναι παιδὶ ἀκόμα.
Πρώτη φορὰ ποῦ ἔβρεξε
μ' ένα κρασὶ τὸ στόμα.
Καραβάς:
Αν γήρασα κι ἂν ἤσπρισαν,
ὀλίγο τὰ μαλιά μου
Φθάνει ἡ κόρη π' ἀγαπᾷ,
μ' ὅλα τὰ γηρατιά μου.
Μαργαρώ Κόμη:
Το φαλακρό του μια στιγμή,
τὸ εἶδα ἀντικρύ μου
Καὶ εἶπε μέσα ἡ καρδιά,
ὦ Καραβά ψυχή μου.
Αγ. Βασάλος:
Μωρέ δεν βρίσκεται κανείς,
νὰ τὴς τονὲ συστήσῃ,
Μέρα και νύκτα βρίσκεται,
τύφλα ἀπ' τὸ μεθύσι.
Καραβάς:
Ω κόρη μου, ὦ ζάχαρη,
χαριτωμένη γιά σου,
Ποῦ θὰ κρυσθῇ στὰ δεξιὰ,
ὅλη ἡ λεβεντιά σου.
Μέσα στο περιβόλι σου,
ἔστησ' ἕνα λεμόνι,
Εἶχες δὲν εἶχες ἔδειξες,
τὴν ἰδική σου γνώμη.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Εγνώρισες το γούστο του,
εἶδε τη λεβεντιά του
κι' ἐγὼ εἰς τὸν συμπέθερον
θὰ πῷ τὴ κατατιά τους.
Μαργαρώ Κόμη:
Ψυχὴ ζωή μου Καραβά,
ἀγάντα μὴ φοβείσαι,
κι᾿ ὅτι κι᾿ ἂν ποῦναι εἰς ἐμέ,
ποτὲ δὲν μὲ ὑστερεῖσαι.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Αλοίμονο τῆς μοῖρας σου,
κορίτση μου τῆς μαύρης
Αν περιμένῃς τίποτε;
ἐπάνω του πῶς θάβρης.
Καραβάς:
Πάντα σου με κατηγορεῖς,
κατακριτά τοῦ κόσμου,
Ηθάρεψα πῶς θὰ ἰδῷ,
ἀπὸ ἐσὲ τὸ φῶς μου.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
"Όλο ἀγάπη Καραβά,
εἶν᾿ ἡ κατάκρισίς μου,
Εγνώρισες πολύ καλά,
ποιὰ ἡ διαθεσίς μου.
Μαργαρώ Κόμη:
᾿Απ' ὅλους σας ὦ φίλοι μου,
συγνώμην θὰ ζιτήσω,
Παρῆλθον πλέον ο καιρός,
καὶ θὰ καληνυκνήσω.
Καραβάς:
Στάσου ἀκόμη μια στιγμή,
να δῇς τὴ λεβεντιά μου
Βγάλω τὸ σκούφο καὶ νὰ δῆς,
τὰ ἄσπρα τα μαλλιά μου.
Μαργαρώ Κόμη:
Βαμβάκι νᾆσαι Καραβά,
ἄλλο δὲν θὰ ἀγαπήσω
καρτέρα με ποῦ θὲ νὰ βγῶ,
νὰ σ᾿ ἀποχαιρετήσω.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Καλὰ τὰ καταφέρετε,
ὦ Καραβά κι' στ' ἄλλα.
Φέρ' τὸ γαϊδουράκι σου,
νὰ την πᾶς καβάλα.
Αγ. Βασάλος:
Γιὰ τέτοια κόρη Καραβά,
ποτὲ νὰ μὴ ποθάνης
Γιατί σε πγιάνει το κρασί,
κι' ἐπάνω σου τὰ κανεις.
Καραβάς:
Γιαὐτὸ τὸ πίνω το κρασί,
επάνω στό τιμόνι,
δέχομαι καὶ χριστιανούς,
δέχομαι δὲ δεμόνοι.
Μαργαρώ Κόμη:
Αφοῦ δὲν καταδέχεται,
νὰ ἔλθῃς ἄντικρύ μου,
Τώρα το Γιώργη του Παπά,
θα κάμω εραστή μου.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Ἔχω καὶ τὸν Αιμίλιον,
σκάνδαλα να μου βάλη
Μόνος ἐγὼ θενὰ χαρῶ,
τὰ ἀνθηρά σου κάλη.
Καραβάς:
Τι νὰ τὸ κάνῃς νὰ θωρῶ,
με φθάνει ἡ λαλιά σου
Εχει ο Θεὸς κι' ἡ Παναγιά,
νάλθω στὴν ἀγκαλιά σου.
Αιμίλιος Βέλλης:
Αντώνη μία ἔλλειψις,
πλησίον μου φωνάζει,
Σκέψουν καὶ τὸν Χαλκιόπουλον,
ποῦ βλέπει καὶ θαυμάζει.
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Εἶν' πρόσωπον ὅπου τιμᾷ,
τὸν ἰδικών μας τόπον
Κι' όνομά του μάθετε,
κάνει μεγάλο κρότον.
Εμάγευαν τὸν τόπον μας,
μὲ τὴν εὐγένεια τῶν,
Νὰ ζοῦνε καὶ νὰ χαίρονται,
τὴν οἰκογένεια των.
Γεώργιος Ζαμπέλης:
Ο άνθρωπος ὁ εὐγενής,
ὅτι βαρεῖ ἀξίζει,
Οποῦ βρεθῇ, καὶ ὅπου σταθῇ,
τὰ πάντα τὰ στολίζει
Αντώνιος Δεκαβάλλας:
Χαριτωμένος άνθρωπος,
που φαίνεται σπανίως,
Στὸν τόπον ἡ ἐντύπωσις,
θὰ μένη αἰωνίως.
Αιμίλιος Βέλλης:
Εἶναι ἰδέα γενική,
κι ὁ τόπος θὰ πενθήση,
Οταν ἀπὸ τὴν Σίφνον μας,
φίλοι θ᾿ ἀναχωρήση.
Πολύτιμες υπάλληλες
καὶ εὐγενής Κυρία,
Όλος ο τόπος μάθετε,
προσφέρει σας θυσία.
Είναι δυὸ γόνοι ἐκλεκτοί,
τῆς θελκτικῆς Μυκόνου,
καὶ εὔχομαι ἀπὸ καρδιά,
ναναι κι' ἐδῶ τοῦ χρόνου.