Σπίτι Ιωάννη Βελέντζα

Αποθετήριο Νο326

7 Φεβρουαρίου 1909.

Στιχομυθία Αποκριών στο σπίτι του Ιωάννη Βελέντζα.

Οι ποιητές: Αντώνιος Δεκαβάλλες (δικηγόρος), Στυλ. Α. Καλλαράκης (διδάκτωρ των Μαθηματικών), Αγγελος Βασάλος, Γεώργιος Ζαμπέλης (ή Παππαγιαννούλης,) Γεώργιος Τρομπόνης (ή Καραβάς).

Χρονολογία: 1909
Δημοσιεύτηκε από: Επιμελητής No1 Π.Σ.Σ
Δημοσιεύτηκε στις: 01 Απρ 2025
Τεκμήρια: 6

Δεκαβάλλας:

Γιά νάναι τέλειος χορός, 

νὰ σηκωθοῦνε ὅλες,

καὶ νὰ μὴ ξεχωρίζουνε, 

καθημερινὲς καὶ σκόλες.

 

 Ἡ ἄλλες κάθουνται καλά, 

καὶ καψοκαμαρώνουν

ραγιάδες εἶναι ἡ λοιπές, 

καὶ δόσιμο πληρώνουν ;

 

Καραβάς:

Ολες ἀπάνω νἆσαστε, 

ολόρθες μὴν κοιμάστε

καὶ ἦλθε ἡ Σαρακοστή, 

που φθάνει νὰ ξιππᾶσθε.

 

Καλῶς τὴν κόρη του Χαλκιά, 

καλῶς τὴν Εὐτυχία

καλῶς τηνε που μπρόβαλε, 

τῆς Σίφνου ἡ ουσία.

 

Δεκαβάλλας:

Ω Καραβᾶ ἐκύτταξες, 

πλουμᾶτο Περιστέρι

όπου κρατεῖ ὁ Νικολός, 

τοῦ Πολυδὲ στὸ χέρι ;

 

Καραβάς:

Ο Νικολός πάντα κρατεῖ, 

μάνε μικρὰ τὰ νύχια

οὔτ᾽ ἤσφιξε οὔτε θὰ δῇ, 

οὔτε θ' αρπάξῃ χίλια.

 

Ζαμπέλης:

Ω Καραβά καμάρωσε, 

κι᾿ ἐγὼ θὰ καμαρώσω

καὶ μ᾿ ὅλα τὰ γεράματα, 

το μούσι θὰ λερώσω.

 

Δεκαβάλλας:

Με φόβο σέρνει τὸ παιδί, 

στ' ἀριστερά του πλάγια

καὶ προσκομᾷ σἂν τὸν παπᾶ, 

ἅμα θὰ βγάλη τ᾽ ἅγια.

 

Δὲ Καραβά ἀσίκικο, 

πῶς περπατεῖ καὶ γέρνει

πόσες καρδιὲς στὸ πάτημα, 

θερίζει καὶ σοῦ πέρνει.

 

Καραβάς:

Κοντεύει νάλθ᾽ ἡ ὥρα μου, 

θέλω νὰ πιῶ νὰ σκάσω

φέρτε να σφύξω ἕνα δυό, 

καὶ νὰ σοῦ κουβεντιάσω.

 

Δεκαβάλλας:

Οσο νὰ βράση Καραβά, 

τὸ αἷμα το δικό σου

ἀπὸ κανένα δάσκαλο, 

θὰ πάθῃς τὸν κακό σου.

 

Καραβάς:

Αφούν᾽ ἀδέλφια και καλοί 

κι᾿ ἀκλώνητοί μου φίλοι

πῶς θὲ νὰ μὲ σκοτώσουνε, 

νὰ μαυριστῇ τὸ χεῖλι;

 

Δεκαβάλλας:

῾Ο Στέλλιος ἑταιριάσθηκε, 

καὶ τὤβαλε στη μέρα

καὶ σὰν τὸ κάτσῃ στὸ ντρουβᾶ, 

ἐσὺ θὰ πέζῃς λύρα.

 

Καραβάς:

Χαλάλι στη σκοποβολή, 

ἅμα θὰ τὸ πετύχῃ

θὰ τὸ κερδίσῃ τὸ πουλί, 

χωρὶς νὰ ξεροβήχη.

 

Στέλλιος:

Γιὰ νὰ μὴ δώσω ἀφορμή,

καλλια᾿ ἄχω νὰ σωπάσω

τον γιατ᾽ ἀπ' τὸ γλυκομάτισμα, 

βλέπετε δὲ θ' ἀδιάσω.

 

Δεκαβάλλας:

Δές το πῶς εἶναι ἡμερο, 

σαν πρώιμο τρυγώνι

καὶ θὰ τὸ πιάσῃ ζωντανό, 

ὁ Στέλλιος που ζυγώνει.

 

Στέλλιος:

Ημερο τὸ προτίμησα, 

κοντά μου νὰ τὸ ἔχω

γιατ᾽ ἂν μου φεύγῃ κάποτε, 

δὲν θὰ μπορῶ νὰ τρέχω.

 

Δεκαβάλλας:

Πάρτο και βάλτο στο κλουβί, 

που βλέπεις πώς σε θέλει

καὶ καὶ τρέφετο μὲ ζάχαρι, 

καὶ πότιζε το μέλι.

 

Καραβάς:

Άμα πουλὶ ἀπὸ τὸ αὐγό, 

βγαίνει καὶ δὲν γνωρίζει

κι᾿ ἅμα ριβάρει στὸ πλουμί, 

ὡς εἶν᾿ αὐτὸ ἀξίζει.

 

Ζαμπέλης:

Δίξε καὶ σὺ μιὰ τουφεκιά 

τῆς δεξιᾶς σου κάνας

που δίξε καὶ σὺ τ᾿ ἀσκάγιά σου, 

στὴν ἀδελφὴ τῆς ᾿Αννας.

 

Δεκαβάλλας:

Τι ζαχαρένιο πρόσωπο, 

τί μάτια εἶν᾿ ἐκεῖνα

των ὅπου σου λέν᾽ ἔλα κοντά, 

καὶ πέσε καὶ προσκύνα.

 

Καραβάς:

Ω πειρασμὲ τῶν πειρασμῶν, 

που θὲς νὰ μὲ πειράζεις

ποῦ τῶν ἀνθρώπων της καρδιές, 

σὲ δυὸ τῆς ἐμεράζεις.

 

Στέλλιος:

Τη διάλεξες ω Καραβά 

με το σταχτί τό μπούστο

σὰ γέρος καὶ πολύξερος, 

φαίνεται ἔχεις γοῦστο.

 

Ζαμπέλης:

Μονάχος του πειράζεται, 

μονάχος ἐνοχλεῖται

καὶ ὅταν κάνῃ ἔρωτα, 

μπροβάλετε νὰ δῆτε.

 

Καραβάς:

Τοῦ κόσμου Βελζεβούληδες, 

τοῦ κόσμου Σατανάδες

σταθῆτε μὴ μὲ βάζετε, 

σε θυληκοὶ μπελάδες.

 

Ζαμπέλης:

Μονάχος σου τσακουμακᾷς, 

μοναχός σου ξαμπώνεις

τὸ ξέρωμε πως μια ψυχή, 

πάντα τὴν καμαρώνεις.

 

Καραβάς:

Κι' ἂν ἀγαπῶ σἂν ἄνθρωπος,

δὲ θὰ τὸ φανερώσω

ἔχω κι᾿ ἐγὼ εἰς τὸν Θεόν, 

ψυχὴ νὰ παραδώσω.

 

Δεκαβάλλας:

Οταν θὰ δείξῃ τὴ ματιὰ, 

ἀπ' τὰ γλυκά της φρύδια

τρίζουν τὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς, 

καὶ σποῦν τὰ κατακλείδια.

 

Ζαμπέλης:

Πάντοτε τὴν ᾿Αποκρῃὰν 

ὁ Καραβάς γλεντίζει

μὰ σᾶν θαρθῇ Σαρακοστή,

καμμιὰ δὲν τὸν γνωρίζει.

 

Δεκαβάλλας:

Εσὺ θυμοῦμαι Καραβᾶ, 

ἀπ' τὰ παληὰ τὰ χρόνια

πῶς πάντα σου χωρίς τυρί, 

ρουφᾶς τὰ μακαρόνια.

 

Ζαμπέλης:

Καλὰ νὰ πάθ᾽ ὁ ἄστατος, 

ὁ Καραβᾶς ὁ πλάνος

γιατί δὲ ξέρει τί θὰ πῇ, 

ἡ παντρειά κι᾿ ὁ γάμος.

 

Δεκαβάλλας:

Ποιὸς ἔχ᾽ ἀπόψε βρὲ παιδιὰ 

τοῦ Μαρουδῆ τὴ χάρι

ποῦ ἤβαλε μὲ τὸ βορά, 

στο Μύλο τὸ σιτάρι.

 

Ζαμπέλης:

Κι ὁ Μαρουδής κι ὁ Καραβάς, 

στοῦ ἔρωτος το θέμα

κι οἱ διὸ θαρρώ τραβούν κουτιά, 

πάντοτε μέσ' στο ρέμμα.

 

Καραβάς:

Οποιος κυττάζει σαν κι᾿ ἐμέ, 

ἄστατα κι όπου τύχη

δὲν θὰ τοῦ μείνῃ τίποτε, 

μόνου νὰ ξεροβήχη.

 

Τη βλέπεις ποῦ δὲ δέχεται, 

τὰ μάτια να σηκώση

καὶ κινδυνεύει καὶ τοὺς δυό, 

να σφάξῃ νὰ φουσκώση

 

Δές τό χυτό της τὸ κορμί, 

πόσο γλυκὰ βαδίζει

τὸν ἕνα ψήνει στὴ φωτειά,

τὸν ἄλλον καβουρδίζει.

 

Τα μάτια της τὰ φρύδιά της, 

κόβουνε καὶ θερίζουν

ὅσο θωροῦν τῶν ἔρχουνται, 

πράγματα που δ᾽ ἐλπίζουν.

 

Ζαμπέλης:

Νάμουν κι' ἐγὼ μιὰ Σεβαστή, 

θάκανα πάντα κρότο

καμπόσους ἀγαπητικούς, 

θὲ νἄβγαζα στο λότο.

 

Στέλλιος:

Τί κρότος πάλ᾽ ἦτον αὐτός, 

ἐξήγησι νὰ δώσης

ἂν ἦναι ὅπως νόμισα, 

θὰ μᾶς σὲ ξεσπιτώσης.

 

Δεκαβάλλας:

Αρέσει της νὰ τσουγγρανῇ, 

καὶ γέματα νὰ κάνῃ

μα δέτε καὶ τί ὠμορφιά, 

μὲ τὸ μαβὶ φουστάνι.

 

Καραβάς:

Τὰ ἀργυρᾶ καὶ τὰ χρυσᾶ, 

στὰ μάτια μου που ζούνε

θώριε με κάπως κάποτε

χωρὶς νὰ μᾶς θωροῦνε.

 

Δεκαβάλλας:

Σὲ ἄλλα χέρια Καραβᾶ, 

ἐπέταξε το τόπι

ἂς σηκωθῇ ἡ ᾿Αργυρῶ, 

ἀπάνω κι' ἡ Ροδόπη.

 

Ζαμπέλης:

Σὰ θέλεις νάχουν Καραβά, 

ἡ ἔρωτες σου στάσι

ἄμε νὰ κάμης λειτουργιά, 

στον Αη ᾿Αθανάση.

 

Καραβάς:

Εγὼ δὲν ἐκατάλαβα, 

καὶ νὰ μοῦ πῆς τί τρέχει

μήπως κανένας τὰ κουκιά, 

ἀπὸ τ' ἀπόψε βρέχει.

 

Ζαμπέλης:

Ο,τι ἀξιωθήκανε, 

τὰ μάτια μου νὰ δοῦνε

εἶναι πῶς ἐβραχήκανε, 

καὶ θὰ παραβραχοῦνε.

 

Καραβάς:

΄Αφης τα βρε παληάθρωπε, 

μὴν τὰ μιλεῖς θὰ σκάσῃς

 

Αγγελής:

Αὐτόνος θέλει δέσιμο, 

καὶ στὸ Δαφνὶ νὰ πάῃ

διότι μὲ τὴ γλῶσσά μου, 

τὴ Σίφνο μας θὰ φάῃ.

 

Δεκαβάλλας:

 Ἐκεῖ περνᾷ τα νειάτα του 

ὁ ᾿Αγγελῆς ὁ φίλος

που λένε πῶς ἤσα μ' ἕν᾿ αυγό, 

εἶναι ὁ κάθε ψύλλος.

 

Αγγελής:

Καλύτερα ἡ γλῶσσά σου, 

λίγο νὰ ταπεινώσῃ

νὰ ψάλλῃς νὰ καλαναρχῶ, 

ὅσω να ξημερώσῃ.

 

Δεκαβάλλας:

Απόψε ἡ γυναῖκά του, 

ἂν πά᾿ νὰ τὸ ψυλλίσῃ

θαρρῶ ἀπ' τὸ κρεββάτι της, 

θὲ νὰ τὸ κυνηγήσῃ.

 

Αγγελής:

Εμένα ἡ γυναῖκα μου, 

ξέρει τί ἄντρα ἔχει

δὲν εἶμαι σἂν ἐσένανε, 

ποῦ πάνω κάτω τρέχεις.

 

Ζαμπέλης:

Αλλοὶ εἰς τὰ γεράματα, 

τέτοια δουλειὰ νὰ τζάρη

θὰ χάσῃ καὶ τὴ γινυριὰ, 

τὴ τρίχα τὸ τομάρι.

 

Καραβάς:

Δάσκαλε σύρε τὸ χορό, 

μέσα στὸ μεσονύκτι

ποῦ ἤφτασες καὶ ἤμλπεξες, 

μιὰ Πέρδικα στο δίκτυ.

 

Ζαμπέλης:

Καλῶς τὸ τριαντάφυλλο, 

τὸ κρῖνο καὶ τὸ δυόσμο

κάμετε, ὅτι κάμετε, 

γιατί χαλᾷ ὁ κόσμος.

 

Δεκαβάλλας:

Νάξευρα κι' εἶν᾿ ἀληθηνά, 

μαντείες καὶ σημεῖα

θὲ νἄκανα τὴν παλαβιά, 

ν' ἁρπάξω κι' ἐγὼ μία.

 

Καραβάς:

Ω ᾿Αργυρώ μὴν τὰ κτυπᾷς, 

τὰ μάτια στὴς ἀγγέλοι

ἀγάπα καὶ τὸν πειρασμό,

ποῦ εἶπε πῶς θέλει.

 

Αγάπα με, ἀγάπα με, 

γειά σου χρυσῆ, κοπέλλα

καὶ μ᾿ ὅλα μου τα γερατειά, 

θὰ μοῦ κτυπήσῃ τρέλλα.

 

Στέλλιος:

Αγάπα τον, ἀφ᾽ οὗ τ᾽ ἀκοῦς 

καὶ κλαίει ὁ καμένος

τώρα που θάλθῃ ὁ σεισμός,

νὰ πάῃ ἀγαπημένος.

 

Ζαμπέλης:

Ο κόρακας τοῦ γερανοῦ, 

καμμιὰ φορὰ τοῦ μοιάζει

κι' ἡ ᾿Αργυρὼ τοῦ Καραβᾶ, 

δῆτε πῶς τοῦ ταιριάζει.

 

Δεκαβάλλας:

Γιατί οἱ ἄλλοι ποιηταί, 

γιατί ἡ Εὐτυχία

γιατί καὶ σὺ ὦ ᾿Αγγελή, 

μένης στὴν ἡσυχία;

 

Αγγελής:

Αντώνη εἶσ᾽ ἐγγράμματος, 

καὶ ποιητὴς τωόντι

μὰ ὅμως κάποτε πετᾷς 

καὶ ἄστατοι σου πόντοι.

 

Δεκαβάλλας:

Πάντα ἐσὺ τὰ λόγια μου, 

τὰ θεωρεῖς γιὰ χάδια

ἐγὼ δὲν παίζω γαλεζιές, 

που κάνουνε σημάδια.

 

Στέλλιος:

Αν ἔφυγε ὁ Καράβας, 

ἐσὺ Ζαμπέλη σίσου

ἡ 'Αργυρω ἀπόμεινε,

εἰς τὴ διαθεσή σου.

 

Δεκαβάλλας:

Νὰ καὶ ἱεροκήρυκας, 

που λέει το Βαγγέλιο

γιατί τί τίδεις αλλουνοῦ ; 

καὶ σὺ πεινᾷς κυρ Στέλλιο

 

Στέλλιος:

Γιὰ νὰ ξεραθυμα κι' αυτός, 

τουλάχιστο μὲ λέξεις

ἂν ὅμως τίποτε τῆς πῇ, 

θὲ νὰ τοῦ πῇ τὸ ἕξις.

 

Δεκαβάλλας:

Αλλοι καυγάδες κάνουνε, 

κι' ἐσὺ τηνὲ χαρίζεις

μὰ ποιὸς τὸ θάρρος σοὔδωσε, 

καὶ πόθεν τὴν ὁρίζεις ;

 

Αργυρώ:

"Αδικα με μεράζετε, 

κι' ησπάσετε τὴν κούτρα

ἀλλὰ δὲν εἶν᾿ ἡ ᾿Αργυρώ,

γιὰ τὰ δικά σας μοῦτρα.

 

Δεκαβάλλας:

Στερέψανε τὰ λόγια σου, 

ὦ Γιώργη μου Ζαμπέλη

σ' ἐσκότωσε ἡ 'Αργυρώ, 

σἂν τὸ σκυλλὶ στ᾽ ἀμπέλι.

 

Ευτυχία:

Τί εἶν' αὐτὴ ἡ ταραχή; 

τί εἶν᾿ αὐτὸ τὸ χάλι;

ἐγλύτωσε ὁ Καραβάς, 

κι' ἤμπλεξε ἄλλος πάλι.

 

Βλέπω καὶ ἠμπερδέψετε, 

ὅλοι σας με στὸ βάτο

ἀλλὰ χαρὲς δὲν γίνονται,

τὸ Τυρινὸ Σαββάτο.

 

Ζαμπέλης:

Οἱ γάμοι πάντα γίνουνται,

καθημερνὴ καὶ σχόλη

ἐχθὲς τὸ βράδ᾽ ἡ Κούκκενα 

ἤπειρε τὸ Φασόλη.

 

Αγγελής:

 Ἐκεῖνος ἐπαντρεύτηκε, 

γιατί κι' ἐγὼ τὸν εἶδα

μὰ σένα σου χρειάζεται, 

εἰς τὸ λαιμό σανίδα.

 

Ευτυχία:

Σήμερα τὸ πρωΐ, πρωΐ, 

τἄμαθα τὰ καινούρια

πῶς εἶχαν στὴν Καταβατῆ, 

ὅλη τη νύκτα φούργια.

 

Αγγελής:

Ηπαντρευτήκανε τιμή, 

μεγάλη τους καὶ δόξα

κι' ὄχι σἂν τοὺς παληόχοιρους 

που θέν᾿ νὰ κάνουν κόξα.

 

Ζαμπέλης:

Πάντα μας οἱ γεροντονιοί, 

ἀπὸ τὴν πόρτα πᾶμε

ἀλλὰ ἐσὲ καμμιά φορά, 

οἱ χοῖροι θὰ σὲ φᾶνε.

 

Αγγελής:

Οταν κεντᾷς τὸν ἄνθρωπον, 

πρέπει νὰ συλλογιέσαι

γιατί καὶ σὺ ὦ Γιώργη μου,

καμμιὰ φορὰ κεντιέσα.

 

Ζαμπέλης:

Ποτέ μου δὲν τὸ λέρωσα 

τὸ πρόσωπο τὸ ἄσπρο

μὰ πάντα σὺ σαθὼς γροικῶ, 

γυρίζεις σἂν τὸν κάπρο.

 

Δεκαβάλλας:

Συλλογισμένος κάθεσαι, 

στὴν πάντα Θοδωράκι

πες μας ἂν ἔχῃς στὴν καρδιὰ, 

κι' ἐσὺ κρυφὸ μεράκι.

 

Ζαμπέλης:

Ανθρωπος ἀνεκτίμητος, 

χωρὶς νἄχῃ κι κουσούρι

πάντα ἐγὼ τὸν ἐκτιμῶ, 

μαζύ με τον Κουλούρη.

 

Θόδωρος:

Αφήστε με στὸ χάλι μου 

καὶ τὴν ὑποταή μου

καλὲ παδὰ ποῦ βρίσκομαι, 

τί θέλετε μαζύ μου;

 

Δεκαβάλλας:

Ποτέ του δὲν ἠκούστηκε, 

στὸ Ραχαμὸ πρό χρόνων

καὶ μιὰ φορὰ ἠπείραξε, 

την Ηρακλίνα μόνον.

 

Ζαμπέλης:

Θαρεις πῶς εἶναι τουφεκιά, 

γιὰ ν' ἀκουστῇ ο βρόντος

δουλεύει πάντα μυστικά,

τοῦ ἔρωτος ὁ πόντος.

 

Μὲ τὸν Κουλούρη πάντα τους, 

κάνανε ορταλίκι

καὶ βγαίνανε κρυφά κρυφά, 

εἰς τὸ ζομπαραλίκι.

 

Δεκαβάλλας:

Την Ηρακλίνα μιὰ φορὰ 

ἀγάπησε με φούργια

καὶ ὅλα της κουβάλησε

του Ραχαμοῦ τ᾿ ἀγγούρια.

 

Καραβάς:

Θόδωρε νασε Θόδωρος 

στὰ πάντα παλληκάρι

νὰ μὴ φοβᾶτ᾽ ἡ πλάτη σου 

ἕνα μικρὸ γομάρι.

 

Ζαμπέλης:

Καὶ νάξερες τὰ μυστικά 

πουνε πολύ σπουδαία

τὸ Θόθωρο μαζὺ μ' αὐτὴ 

τοὺς πιᾶταν στα λαθραία.

 

Καραβάς:

Εσύ 'σαι ὁ κατήγορος 

κατάκριτος τοῦ κόσμου

ἦντα ἀπόλαψι θὰ δῆς

ψυχὴ ζωὴ καὶ φῶς μου;

 

Ζαμπέλης:

Καὶ τοῦ Κουλούρη ἔδωσες 

διὸ τρεῖς οκάδες ρίζι

ποῦ λείπει ἡ γυναικά του 

γιὰ νὰ μὴν τοῦ μυρίζῃ.

 

Δεκαβάλλας:

Που νὰ σοῦ δώσῃ στὴν κοιλιά 

γάδαρος ἕνα κλώτσο

που του Δημάρχου ἥβγηκες 

να κρίνῃς τὸ Φιλιότσο.

 

Κουλούρης:

Εγώ δεν καταδέχομαι 

ἀπάντησι νὰ δώσω

ἀλλὰ ἂν θέλῃς μάθημα 

ἔλα γιὰ νὰ σοῦ δώσω.

 

Ζαμπέλης:

Κι' ἐσένα ἡ κατηγοριὰ 

μεγάλη και σπουδαία

καὶ σὺ Κουλούρη μου τσιμπάς 

ὅπου βρῆς τὰ λαθραία.

 

Θόδωρος:

Καὶ δικαστὴ σὲ βάλαμε 

άπόψε να δικάσης

τὴ φέραμε τὴ ζάχαρι 

ἴσως τὴ φᾶς καὶ σκάσῃς.

 

Καραβάς:

Ω Καλαράκη βάσταξε 

βάσταξε το χορό σου

κι' ὅλα σου τὰ ὀνείρατα 

θὲ νὰ φερθοῦν ἐμπρός σου.

 

Δεκαβάλλας:

Ανάξιος ἐφάνηκε 

καὶ τὸν ἐπῆραν σκλάβο

καὶ ἀπὸ τὴν διεύθυνσιν 

τὸν ἔδειξαν στον κάβο.

 

Καραβάς:

Ω Εὐτυχία τοῦ Χαλκιά 

πρόσεξε νὰ μὴν πέσω

δὲν θέλω δικαιώματα 

κανοῦ νὰ ἀφαιρέσω.

 

Ζαμπέλης:

Ποῦ ἤσουνε ὦ Καραβᾶ; 

ποῦ ἤχασες τὴ ρώτα

τὴν ἀγαπᾷς που σ' αγαπᾷ 

τὴν ᾿Αργυρώ αρώτα.

 

Ευτυχία:

Πές μου ποῦ ἤσουν Καραβᾶ 

καὶ ἐξανάλθες τώρα

ποῦ σὲ ὑπερασπιζούμουνα 

αρχύτερα μιὰ ώρα.

 

Γιὰ τὴ δική σου παντριὰ 

ἐγίνηκα ρεζίλι

ὅλοι σὲ κατατρέξανε

κι' οἱ χωριανοί σου φίλοι.

 

Καραβάς:

Εχω κι' ἐγὼ ἔνα Θεὸ 

ποῦ μ' ἀγαπᾷ στὰ πάντα

ἀγάντα κόρη μου νταγιὰ 

κι' ὅσο μπορεῖς νταγιάντα.

 

Ζαμπέλης:

Ο δαίμονας καὶ ὁ Καραβᾶς 

σὲ μιὰ δουλιά ταιριάζει

πούχει μια δεκαριὰ αὐγὰ 

γούργια καὶ τὰ πυργιάζει.

 

Καραβάς:

Εγώ πυργιάζω ἕν᾿ αὐτὸ 

κι' ἐσύ 'σαι ἕνα μόνο

θυμᾶσαι ποῦ σοῦ τάλεγα 

ὦ φίλε μου πρό χρόνο.

 

Ζαμπέλης:

᾿Αλλὰ δὲν εἶμαι Καραβᾶ 

ωσάν ἐσένα γούριο

ποῦ σὲ πλανᾷ ὁ ἔρωτας 

καὶ σ᾽ ἔχει ντίπι κλούβιο.

 

Ὡς ἄνθρωπος ἐκτέλεσα 

τῆς παντρᾶς τὰ χρέη

μὰ σὺ διψᾶς γιὰ φραμπαλᾶ 

καὶ η καρδιά σου κλαίει.

 

Καραβάς:

Η μάννα που μὲ γέννησε 

μ' ἔκαμε δίχως μοίρα

κι' ας πάω να ξεκοιλισθῶ 

γιὰ νὰ μοῦ φύῃ ἡ ψύρα.

 

Ευτυχία: 

᾿Απόψε ἔλα Καραβᾶ 

καὶ πὲς ὅλα τὰ πάθη

τὸ Δεκαβάλλε πρόσεξε 

ὅμως νὰ μὴν τὸ μάθῃ.

 

Καραβάς:

Κι' ὁ Δεκαβάλλες μου ἐχθρὸς 

στὴν παντριὰ απάνω

πολλὲς φορὲς τὸν ἔβαλα

νὰ κάνῃ τὸ ρουφιάνο.

 

Δεκαβάλλας:

Μωρὲ ἀχάριστο κορμί 

μωρέ χαμένο ρούχο

ἠξέχασες πόσαις ντροπὲς 

καὶ πόσαις πικραις σοὔχω;

 

Ζαμπέλης:

Μὲ τὸ κεφάλι που βαστᾷ 

καὶ κατὰ τὰ μυαλά του

οὔτε καὶ γάττη δὲ θὰ δῇ 

ποτέ στην αγκαλιά του.

 

Δεκαβάλλας:

Σαράντα πόρτες κτύπησα 

καὶ μοῦπαν ὅπου πῆγα

μεστο φανάρι βάλτονα 

νὰ μὴν τὸν φτύσ᾽ ἡ μυῖγα.

 

Καραβάς:

Θυμᾶσαι που σου πρότεινα 

γιὰ μιὰ μελαχρινούλα

μὰ τὴν ἐφάγαμε κι' οἱ διὸ 

τὴν κλουβια τὴν αὐγούλα;

 

Δεκαβάλλας:

Δὲν εἶχες τὴν ὑπομονὴ 

ν᾿ ἀκούσῃς καὶ τὸ ὄχι

καὶ τώρα μεῖνε ἄθλιε 

ν' ἀνθίσουνε οἱ τσόχοι.

 

Καραβάς:

Ηπια κρασὶ κι᾿ ἐμέθυσα 

καὶ δὲν καταλαβαίνω

ἐγᾦμαι ὁ πανηγυρᾶς 

ποῦ θὰ μεταλαβαίνω.

 

Δεκαβάλλας:

Καὶ πάλι πολυαγάπησε 

γιὰ νὰ σ᾿ εὐχαριστήσω

ἐἶμ' ἕτοιμος τὴ Ματταλοῦ 

νὰ ξαναπαραστήσω.

 

Καραβάς:

Αφ᾿ οὗ αὐτὴ ἀπέθανε 

πῶς θὲς νὰ μοῦ τὴν δώσῃς

ἔχεις παιδιὰ καὶ πάρτονε 

τὸ γάμο νὰ πληρώσης.

 

Δεκαβάλλας:

Δὲ μὲ κατάλαβες καλὰ 

θὰ κάμω τὸ μεσίτη

μὰ ποιά σὲ θέλει Καραβά 

μὲ ἕνα τραπεζίτι..

 

Καραβάς:

“Ας μὴ μὲ θέλῃ χριστιανή, 

κι ἂς πάω νὰ ψοφήσω

μέσα στὰ γεροντάματα 

τρελλὸς θὰ καταντήσω.

 

Δεκαβάλλας:

Αμε στη Βρύσι συντροφιά,

νὰ κάμης τοῦ Μελέτη

ὅπου δὲν ἔχει καὶ αὐτὸς 

τοῦ ἔρωτα σεκλέτι.

 

Δεκαβάλλας:

Γιατί νὰ κλαῖς ὦ Καραβᾶ 

νὰ μεταβάλης γνώμη

ἀφοῦ καὶ ἡ ἀγάπη σου 

ἀνύπαντρ᾽ εἶν᾿ ἀκόμη.

 

Καραβάς:

Κλαίω γιατί δεν με θωρεῖ 

καὶ τόσο που λυποῦμαι

ποῦ μιὰ στιγμὴ πρὸς χάρί της,

καὶ τὸ θεὸ ἀρνοῦμαι.

 

Ευτυχία:

Όπως ἐκαταντήσατε 

ἀπάντησι μὴ δίνεις

καὶ τέτοιους φίλους ἄλλοτε, 

να φεύγης νὰ τοὺς φίνης.

 

Καραβάς:

Ηλθα κι' ἐγὼ τὴν Τιρηνή, 

νὰ κόψω καὶ νὰ ράψω

ἦρχα μὲ τὰ ματάκιά μου 

ἀπὸ καρδιᾶς νὰ κλάψω.

 

Δεκαβάλλας:

Παρηγορήσου Καραβᾶ, 

μ' αὐτὴ θὰ κάνῃς γούστα

μὰ λέη ὅτι πάντοτε, 

θὲ νὰ μυρίζῃς μούστο.

 

Καραβάς:

Δὲ μὲ γουστάρει πλειὰ καμμιὰ 

ἐγήρασα καὶ πάω

ὦ ἄνηψιέ ένα μεζέ, 

γιὰ δόσέ μου νὰ φάω.