Σπίτι Γεωργίου Κώστα

Αποθετήριο Νο325

5 Φεβρουαρίου 1909.

Στιχομυθία Αποκριών στο σπίτι του Γεωργίου Κώστα (Φαρμακοποιού).

Χρονολογία: 1909
Δημοσιεύτηκε από: Επιμελητής No1 Π.Σ.Σ
Δημοσιεύτηκε στις: 01 Απρ 2025
Τεκμήρια: 6

Μ. Πετρομένη:

Παράξενον ἡ σιωπὴ 

μοῦ φαίνεται ἡ τόση,

῾Ο πρωτοστάτης τοῦ χοροῦ 

τὴν ἀφορμὴν ἂς δώσῃ.

 

Αυτοῦμαι κι' ἀπελπίζομαι, 

στὴν σιωπὴ τὴν τόση,

Γιατί δὲν θὰ βρεθῇ κανείς, 

μιὰ ἀφορμὴ νὰ δώσῃ.

 

Καλῶς τὸν γέρο του Μωρηά, 

καλὰ τὸν βλέπω πάλι,

῎Εχομε να τραβήξωμε, 

φρικτὴν ἀνεμοζάλη.

 

Δεκαβάλλας:

Δὲν εἶμαι γέρως τοῦ Μωρά, 

μονάχα γέρως εἶμαι,

Καὶ δυστυχῶς τὸ τούρτουρο 

τοῦ γηρατειοῦ κρατεῖμαι.

 

Μὲ περισσὴν εὐγένειαν, 

χαιρέτισε Μαρία,

Του Κώστα πατριώτου μας,

τὴν εὐγενή κυρία.

 

Μ. Πετρομένη:

Εγὼ τὴν ἐχαιρέτισα, 

καὶ ξεύρει τὴ καρδιά μου,

Ότι θυσία ἔκαμα 

γι' αὐτὴν στα γερατειά μου.

 

Δεκαβάλλας:

Ξένη εἶναι καὶ μᾶς ἔκαμε, 

ὅμως μεγάλη χάρη,

Καὶ δέχθηκε στο σπῆτι της, 

τῆς συντροφιᾶς τὰ βάρη.

 

Μ. Πετρομένη:

Εἶχε τὴν εὐχαρίστησι, 

καὶ ἔκαμε τὴν θυσία,

Καλῶς μᾶς ἦλθες καὶ ἐσύ, 

στην τόσην ευτυχία.

 

Χαλκιάς:

῎Ετσι θαρρῶ πῶς τά φέρε, 

ἡ ὥρα καὶ ἡ σφαῖρα,

Κι' ἤλθαμε όλοι στο χορό, 

να πούμε Καλησπέρα.

 

Γ. Κώστας:

Αν καὶ δὲν εἶμαι ποιητής, 

ὅμως θὰ τραγουδήσω,

Τοὺς ποιητὰς τῆς Σίφνου μας, 

νὰ τοὺς εὐχαριστήσω.

 

Καλῶς ὡρίστε ποιηταί, 

τῆς Σίφνου το καμάρι,

Σ᾿ ὅλο τὸν κόσμον ξακουστή, 

ἡ ἰδική σας χάρι.

 

Χαλκιάς:

Πές μου πολοὶ εἶναι οἱ ποιηταί 

καὶ ἐγὼ νὰ τοὺς γνωρίσω,

Μ' όλα μου τα γηρατειά,

νὰ τῶνε τραγουδήσω.

 

Μὲ ὅλα μου τα γηρατειά

Να τσε γνωρίσω μια ματιά.

 

Μ. Πετρομένη:

Έλα λοιπὸν ὦ Κωνσταντή, 

πές μας τὰ βάσανά σου.

Η Καλλιόπη σου τραβή, 

μ' ἀγκίστρια την καρδιά σου.

 

Πές μου λοιπὸν ὦ Κωνσταντή, 

πότε θὰ δοῦμε τέλη.

Το Πάσχα πλειά ἐξάπαντος, 

θὰ φᾶμε τὸ παστέλι.

 

Δεκαβάλλας:

Ποιὸς εἶν' αὐτὸς ὁ Κωνσταντῆς; 

κι' ἐγὼ δὲν τὸν εἰξεύρω,

Πως πάει και γελάστικα,

καλὰ μὲ λένε γέρω.

 

Μ. Πετρομένη:

Αὐτὸς ποῦ σύρνει το χορό, 

μὲ τὸ χρυσό καμάρι,

Την Καλλιόπη πρόκειται, 

τοῦ φίλου μας νὰ πάρῃ·

 

Τέσσερα χρόνια σήμερα, 

που τηνὲ βασανίζει,

Νὰ φέρῃ ἀποτέλεσμα, 

δὲν τὸ ἀποφασίζει.

 

Δεκαβάλλας:

Τὸν ἀστρονόμο ἔμαθα, 

μοῦ εἶπες καὶ τὸ ἄστρο,

Πῶς τὴν ἀφίνει μοναχή, 

και φεύγει ἀπ' τὸ Κάστρο.

 

Χαλκιάς:

Το Κάστρο ἔχει φίλε μου, 

Λόζηες καὶ τὴν κλειδώνει,

Κι ἂν τὴν ἀφίνει μοναχή, 

πάλι τήνε γλυτώνει.

 

Μ. Πετρομένη:

Δός του καὶ σὺ μιὰ συμβουλή, 

την γνώμην του ν' ἀλλάξῃ,

Δὲν εἶναι κρίμα κι άδικο,

τέτοια καρδιά να κάψῃ;

 

Δεκαβάλλας:

Μπορεῖ νὰ εἶναι ἄγουρο, 

ἀκόμα τὸ σταφίλι.

Καὶ περιμένῃ νὰ γενῇ, 

μέσα στὰ δυω της χείλη.

 

Αγγελής:

Μωρὲ δὲν φύνετε ἥσυχο, 

τὸ ξένο παλλικάρι,

Μὰ πανδρηὰ δὲν σᾶς ζητᾷ, 

οὔτε βαρύ γομάρι.

 

Μ. Πετρομένη:

Ωρίμασε καὶ στὴν ἀκμή, 

είναι φθασμένο πλέον

Καλό κουράγιο ἔδωκες 

ὦ Αγγελῆ στον νέον.

 

Αγγελής:

Ματαίως πᾶνε αἱ συμβουλαί, 

ποῦ θὰ τοῦ παραδώσης,

Αφοῦ 'ναι ἀθερνόψυχος, 

πῶς θὰ τον ἐμψυχώσῃς.

 

Ν. Ξύδης:

Δὲν εἶναι ἀθερνόψυχος, 

δὲν σκέπτεται γομάρι,

᾿Αλλὰ γυρνᾷ καὶ τὴν θωρεῖ,

ἀλλὰ ἡ νειὰ χαμπάρι.

 

Δεκαβάλλας: 

Δὲν βλέπω νἄχῃ ἔρωτα,

καθόλου με την κόρη.

Αλλοῦ γυρίζει καὶ θωρεῖ, 

κι᾿ ἔχει βαλμένη πλώρη.

 

Αγγελής: 

Το ζήτημα Μαρία μου, 

θέλω να τελειώσῃ,

῞Οσον τοῦ λὲς γιὰ παντρῃά, 

στα πόδια του θὰ λειώσῃ.

 

Δεκαβάλλας: 

Δὲν βλέπω νἄχῃ 'πάνω της, 

τοῦ ἔρωτος κουράγιο

Καὶ πρέπει πῶς ἐτάχθηκε, 

Καλόγηρος σὲ ἅγιο.

 

Αγγελής:

Γυρίζει μέσα στο χορό

καὶ σκιέται καὶ λιγιέται,

Ἐσεῖς τὸν μαγειρεύετε,

μ' ἐκεῖνος δὲν μασιέται.

 

Αντ. Πετρ.:

Τ᾿ ἀρέσουνε τὰ τρυφερά, 

και θέλει νὰ ρεμβάσῃ,

Δεν πάει ὅμως καὶ κοντά, 

ἡ Φάκα μὴν τὸν περάση.

 

Αγγελής:

Τ᾽ ἀρέσουνε τὰ τρυφερά, 

Αντώνη, λόγια άλλα,

Το σκέπτεται 

ἡ παντριά εἶναι μία κρεμάλα.

 

Δεκαβάλλας:

᾿Αφ' οὗ την κόρη ἔβαλε, 

σὲ βάσανα καὶ κρίσι,

Αὐτὸς ἠρρεβωνιάσθηκε,

Κονομικὸς στὴ Βρύσι.

 

Αγγελής:

Στην κόρη είναι λυπηρό, 

γιάντα να την κυλάζει,

Μ' αὐτόνος σἂν τὸ Μπήλικα, 

τον σκάστη δοκιμάζει.

 

Μ. Πετρομένη:

Κουράγιο Καλλιόπη μου, 

μ' ἄλλος θὲ νὰ σοῦ λάχῃ,

Ο Κωνσταντῆς ὡς φαίνεται, 

φοβήθηκε τη Βάχη.

 

Χαλκιάς: 

Από παδὰ ὅπου περνᾷ, 

μου ξέσχισε τη βράκα,

Κι' ὡς καθώς βλέπω φαίνεται, 

θὲ νὰ πιαστῇ στη Φάκα.

 

Δεκαβάλλας:

Τὴν ἐρημία του χορού, 

Μαρία μου θαυμάζω,

Καὶ ἐνθυμοῦμαι τὰ παληά, 

καὶ λύπαις δοκιμάζω.

 

Μ. Πετρομένη:

Ποία ζωὴ θὰ ζώσωμε, 

ἡμεῖς οἱ γέροι πλέον,

Εξέπεσε τὸ ἔθιμον, 

τῆς Σίφνου τὸ ὡραῖον.

 

Αγγελής:

Καὶ μένα ποιά μου πέρασε,

τῶν τραγουδιών μεράκι,

Μ' Αντώνης ἐρωτεύεται, 

σαν νάν' παλλικαράκι.

 

Δεκαβάλλας:

Παιδάκια βυζανάρικα, 

μές στο χορό ἀφήνουν.

Γυρίζουν καὶ νυστάζουνε, 

χωρὶς ἀέρα σβύνουν.

 

Καὶ ἡ μεγάλαις κάθουνται, 

χωρὶς καμμιὰ αἰτία,

Ανάθεμα ποῦ ἔβγαλε, 

τὴν ἀριστοκρατία.

 

Πῶς ὁ χορὸς νὰ φωτισθῇ, 

κ᾽ ἐντύπωσι νὰ κάνῃ;

Με δυὸ παιδάκια που κρατοῦν, 

καὶ κάνουν νάνι νάνι.

 

Αγγελής:

Η κάθε νέα στο χορό, 

πῆτε μου γιάντα πάει;

λυποῦμαι ποῦ τὸ ἔθιμον,

ἐχάθηκε καὶ πάει.

 

Χαλκιάς:

Ετσι τὸ κάναν καὶ σ' μᾶς, 

καὶ εἶπα ἀνὰν τὴν ὥρα,

τὸ ἔθιμο το χάλασε, 

ἐτούτη δὲ ἡ χώρα,

 

Μ. Πετρομένη:

Ελα, Μοσχούτη Νίκο μου, 

πές μας τὰ βάσανά σου

Ποῦ σοὔκαμε, ὁ ἔρωτας, 

κόσκινο τὴν καρδιά σου,

 

Ν. Μοσχούτης:

Μὲ πλήγωσε καὶ δὲν μπορῶ, 

ἀπὸ δωνὰ νὰ παίξω,

Τὸν ἔρωτα φιλτάτη μου, 

πάντα τὸν κλῶ ἀπ' ἔξω.

 

Αγγελής:

Εύρηκα ένα μερακλῆ, 

στοῦ ἔρωτος τὰ πάθη,

Μὰ ἐκεῖνος φίλε μου, κεντᾷ, 

στὰ σπλάχνα σἂν ἀγκάθι.

 

Δεκαβάλλας:

Ακόμη γιὰ τὸν ἔρωτα, 

μιλεῖς ἀναθεμᾶτε,

δεν χόρτασες να ξενυχτᾷς, 

καὶ νὰ ξενοκοιμάσαι.

 

Αγγελής: 

Πῆτε μου πῶς πειράζεσαι, 

μιὰ ὁμιλία ποῦ εἶπα,

Βγάλε τὸ καλουπάκι σου,

καὶ γιὰ τὸν ἄλλον κτύπα.

 

Δεκαβάλλας:

Αφ' οὗ ξεσυνωρίζεσαι, 

μαζὺ μὲ τὸ Μοσχούτη,

Ποῦ εἶσαι ὀγδοντάρικο, 

καὶ ἄχρηστο μπαρούτι.

 

Αγγελής:

Μπᾶς καὶ περνιέσαι γιὰ παιδί, 

τὰ γουργια τὰ μυαλά σου,

Μα πάντοτε ακούεις τα, 

ἔτσι τὸ χωριανά σου.

 

Δεκαβάλλας: 

Ἐδὲ ποῦ σὲ κυνήγησαν, 

προχθές ή φιλενάδες,

Ξεσκέπασε τὴν πλάτη σου, 

νὰ δοῦν τὴς μελανάδες.

 

Αγγελής: 

Γιὰ αὐτόνο δὲν σοῦ ρίζονται, 

σὲ θεωροῦν προδότη.

Νὰ μὴ σου μοιάσῃ ἡ γέννα σου, 

μῆτε καὶ πατριώτης.

 

Δεκαβάλλας:

Μιὰ σὲ κοπάνισε προχθές,

ὦ Αγγελή διότι,

᾿Απ' τὸ Βιδέλο ποὔσφαξες, 

δὲν τσέστειλε σηκότι.

 

Αγγελής:

Κάνω νὰ μὴ σοῦ ρίζομαι, 

κάνω νὰ σιωπήσω,

κύτταξε τὸ δισάκι σου, 

τί ἔχει ἀπὸ πίσω.

 

Δεκαβάλλας:

᾿Ακόμη δὲν σ᾽ ἀφίσανε, 

τὰ παλαιὰ μεράκια,

Ποτέ σου δὲν ἠπούλησες, 

σηκότια κι' αντεράκια.

 

Αγγελής:

Λυποῦμαι τη γυναῖκά σου, 

μαζύ μου μη θυμώσῃ

Μὰ ὅμως θέλεις γκρέμνημα, 

ὁ τόπος νὰ γλυτώσῃ.

 

Δεκαβάλλας:

Εχεις καὶ μούρη καὶ μιλεῖς, 

ξεκέρδιστο ρολόι,

Η μιὰ καὶ ἄλλη φίλη σου, 

κάθε σφακτὸ σοῦ τρώει.

 

Αγγελής:

 Ὡς αὐτοῦ δά ποῦ ρίβαρες, 

παρακαλῶσε στάσου,

γιάτ᾽ ἂν τὰ καθαρίσαμε, 

πειότερα στα δικά σου.

 

Δεκαβάλλας:

Εγώ 'μαι το παράδειγμα, 

καὶ ἤμουνε καὶ θᾶμαι

καὶ γιὰ τὴν ἀγιωσύνη μου, 

ὁ κόσμος προσκυναμε.

 

Αγγελής:

Εἶσαι τῷ ὄντι χριστιανός, 

καὶ μὲ σπουδὴ τὴν τόση

Μὰ ὅμως τὸ κορμάκι σου, 

θαρρῶ πῶς δὲ θὰ λυώσῃ.

 

Δεκαβάλλας:

Ελα κοντὰ ξεσκούφωτος, 

στα γόνατά μου πέσε,

Νὰ βάλῃς γνῶσι, Αγγελῆ, 

ποτὲ νὰ μὴ γροικιέσαι.

 

Αγγελής:

Νὰ μὴν τὸ φθάσω νὰ κλουθῶ, 

τὰ διαβήματά σου

Αὐτόνο ἔχεις πάντοτε, 

ναν κλούβια τα μυαλά σου.

 

Δεκαβάλλας:

Ελα κοντὰ στὸν ἅγιο, 

βασανισμένε χάρε,

ἐμπρός μου πέσε προύμητα, 

καὶ τὴν εὐχή μου πάρε.

 

Αγγελής:

Διάβολος ἐγεννήθηκε, 

καὶ πειρασμὸς θὲ ναναι,

κι' ὅσα ἀκούει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, 

ὅλα χαμένα πᾶνε.

 

Δεκαβάλλας:

Ἐγὼ καὶ παπαδίστικα, 

για σένα θα φορέσω,

Νὰ σ᾿ εὐλογήσω ᾿Αγγελῆ, 

καὶ νὰ σοῦ συγχωρέσω.

 

Αγγελής:

Θὰ σ᾿ ἐξορκίζω, πειρασμέ, 

καθημερνὴ καὶ σχόλη,

αὐτὰ τὰ παπαδίστικα, 

τὰ βάζουν οἱ διαβόλοι.

 

Μ. Πετρομένη:

Μόνο ὁ Μοσχούτης ἔκλεισε, 

τὸν ἔρωτά του ὄξω,

Στο Κάστρο ἕνα Συριανό, 

τον κυριεύει τόξο.

 

Αγγελής:

Μαρία μου μιὰ συμβουλή, 

παρακαλώ σε πές του,

δὲ θὲ νὰ ζεματίσθηκε, 

γιὰ ἔρωτα ποτές του.

 

Ν. Μοσχούτης:

Δὲν ἔχετε ἄλλη δουλιά, 

νὰ ἀφήσητε ἐμένα,

τὰ ἰδικά μου βάσανα, 

θένε χαρτί καὶ πέννα.

 

Δεκαβάλλας:

Επόνεσε κι' ὡμίλησε 

καὶ ἐφάνηκε τῷ ὄντι.

"Οτι λουκούμι Συριανό, 

του κόλλησε στὸ δόντι.

 

Ν. Μοσχούτης:

Θὰ εἶναι ἀλησμόνητος, 

ἡ ἰδική του χάρι.

*Ετσι τὸ θέλω Συριανό, 

πουχουνε κουκουνάρι.

 

Δεκαβάλλας:

Ολίγο λίγο νὰ τὸ τρῶς 

γιὰ νὰ μὴ σὲ πλανέση,

γιατί πονόδοντος βαρύς,

θὰ σὲ καταπονέσῃ.

 

Μ. Πετρομένη:

Δὲν τὸ πιστεύω νὰ φανῇ, 

τόσο δειλός Αντώνη,

Νὰ τὸν καταδαμάσουνε, 

τοῦ ἔρωτος σε πόνοι.

 

Δεκαβάλλας:

Σἂν πάρῃ τὸν κατήφορο, 

κανένας καὶ σαστήση

Ποιὰ δύναμι θὲ νὰ βρεθῇ, 

ἐκεῖνον νὰ κρατήσῃ.

 

Αγγελής:

Σἂν τὸ μωρό στὴ γλῶσσά του, 

ἕνα λουκούμι γλύφει,

καλλίτερά του ήτανε, 

νὰ προτιμᾷ καὶ νύφη.

 

Ν. Μοσχούτης:

Ποτέ μου δὲν ἐκτίμησα, 

γυναῖκες με κοστούμια,

Αλλά μ' αρέσουνε πολύ, 

τὰ ἔμορφα λουκούμια.

 

Μ. Πετρομένη:

Ω Ευτυχία διατί

δὲν δίδεις σημασία,

Στὸν Κώστα ὅπου ἔκαμε, 

τὸ σπῆτί του θυσία.

 

Ευτυχία:

Αδεια ἀπ' τὸν πατέρα μου, 

ἤθελα νὰ ζητήσω

για' αὐτὸ κυρία άργησα, 

νὰ σᾶς καλησπερίσω.

 

Αλλὰ ἀπόψε ὁ χορός, 

εἶναι ἀπελπησία,

Γιὰ αὐτὸ δὲν ἔκαμα καὶ ἐγώ, 

στὴν ποίησιν θυσία.

 

Μ. Πετρομένη:

Ω Ευτυχία ο χορός, 

ἀπὸ ἡμᾶς προσμένει,

Ἡμεῖς θὰ τὸν τιμήσωμεν, 

ἡμεῖς οἱ παντρεμένοι.

 

Ευτυχία:

Αδικα κοπιάζομαι, 

δὲν εἶναι ἁμαρτία,

τὴν Σίφνον τὴν κυρίευσεν, 

ἡ ἀριστοκρατία.

 

Δεν τραγουδῶ Μαρία μου, 

τώρα με την καρδιά μου

γιατί οἱ μεγάλες ἔφυγαν, 

κι' ἔμειναν τὰ παιδιά μου.

 

Μ. Πετρομένη:

Εγώ μεγάλους και μικρούς, 

ποτὲ δὲν ἐξετάζω.

ἔκαμα τὸ καθῆκον μου, 

στον Κώστα που δοξάξω.

 

Ευτυχία:

Μάθε και 'μεῖς πρὸς χάριν του 

ἤλθαμε εδωπέρα

νὰ δοῦμε τὴ φαμήλια του, 

νὰ ποῦμε καλησπέρα.

 

Μ. Πετρομένη:

Εἶν' ἄνθρωπος ειληκρινὴς, 

καὶ εὐγενής τους τρόπους,

τ' αρμόζει ν' αναλάβωμε, 

καὶ ποιὸ μεγάλους κόπους.

 

Δεκαβάλλας:

Ελα καὶ 'μεῖς ὦ Αγγελή, 

μαζῆ τὰ φιλιθοῦμε,

στὸν Κῶστα καὶ τὴν σύζυγον, 

πρέπει νὰ εὐχηθοῦμε.

 

Μ. Πετρομένη:

Η κάταρες σου πιάσανε, 

καὶ πόνεσ᾽ ὁ λαιμός του

καὶ σὺ κακὸ ζιζάνιο, 

εἶσαι ὁ θάνατός του.

 

Δεκαβάλλας:

Ο 'Αγγελής τὰ λόγιά μου, 

ξεύρω πῶς τάγῃ χάδια

καὶ ἔχει τῆς φιλίας μας, 

κρυμμένα τα σιμάδια.

 

Αγγελής:

Αντώνης εἶν Μαρία μου, 

τὸ δεξιό μου μάτι,

μόν' στα τραγουδια μπλέκομε, 

σαν σκύλος μὲ τὸ γάτι.

 

Δεκαβάλλας:

Γνωρίζεις τὴν ἐκτίμησιν, 

ὦ Αγγελή που σ' ούχω.

Κι ἂς λέγω στὰ τραγούδια μου 

πῶς εἶσαι κακὸ ροῦχο.

 

Αγγελής:

Ηντα νὰ ποῦμε λοιπονα, 

ἡ ὥρα νὰ περάσῃ,

μὲ μᾶς τοὺς γεροντότερους,

ὁ κόσμος θὰ γελάση.

 

Δεκαβάλλας:

Εὐχή σου τὸ λοιπὸν καὶ σύ, 

στ' ἀρχοντικό του Κώστα.

ἔργα ἐργάζεται καλά,

καὶ πρός τιμήν των δόστα.

 

Αγγελής:

Καλέ κι' ἐγὼ Αντώνη μου, 

συμπάθεια ὀφείλω,

καὶ ἀπὸ καιρὸ τὰ λέγαμε, 

γιὰ τὸν καλό μας φίλο.

 

Δεκαβάλλας:

Πραγματικῶς τὸ σπήτί του, 

ἀνθεῖ καὶ λουλουδίζει,

καὶ μέσα στὴ Πρωτεύουσα, 

ὑπόληψιν κερδίζει.

 

Αγγελής:

῾Ο ἄνθρωπος ὁ εὐγενής, 

ὅτι βαρεῖ ἀξίζει

μοιράζει τὴν εὐγένειαν, 

στὸν κόσμον που βαδίζει.

 

Μ. Πετρομένη:

Γιὰ δῆτε τὴν Κυρίαν του, 

μὲ τὸ μωρό στο χέρι

μ' εὐχάριστον μειδίαμα, 

τους φίλους περιχαίρει.

 

Αγγελής:

Πρώτη φορά που γνώρισα, 

τὴν οἰκογένειά του,

καὶ εὔχομαι νὰ τὴν χαρῇ, 

Μαρία την κυρά του.

 

Δεκαβάλλας:

Μονάχα μ' ἕνα δάχτυλο, 

δὲν κόβει τὸ ψαλίδι,

τὴν διάλεξε τη σύζυγο,

διαμάντι καὶ στολίδι.

 

Ν. Ξύδης:

Οπόσον κολακευτικά, 

ἀκούω νὰ τοῦ λέτε,

μου φαίνεται πῶς χάρισμα, 

τα φάρμακα θὰ θέτε.

 

Αγγελής:

Δὲν θέλουνε ἀπάντησιν, 

τὰ λόγια τα δικά σου

λυποῦμαι μὰ θὲ νὰ σοῦ πῶ, 

ας εἶναι χάρισμά σου.

 

Μ. Πετρομένη:

Νὰ μὴ μοῦ δώσῃ ὁ Θεός, 

ποτὲ ἀνάγκη τέτοια,

μόνον ἐσὺ Ξυδόπουλε, 

νάχης τέτοια ροσφέτια.

 

Δεκαβάλλας:

Στὰ κουτουροῦ τὰ λόγια του, 

τα λέγει κι ὅπου πᾶνε

ἂν χρειασθοῦνε φάρμακα, 

ἀπ' τὰ ψωμιὰ δὲν θάνε.

 

Αγγελής:

Πάντοτε τρέχει ἡ γλῶσσά του, 

τὸ θεωρῆ γιὰ γοῖρι,

πες μου ἂν ἔχ᾽ ἀπάνω του, 

Αντώνη μου κοσούρι.

 

Δεκαβάλλας:

Ποτέ μου δὲν τὸν ἔβρηκα, 

νὰ ηναι στὰ καλά του,

και σαν τα ψωμιά του ξίκικα, 

εἶναι καὶ τὰ μυαλά του.

 

Αγγελής:

Κτυπᾶτέ τον αλύπητα, 

ἄλλοτε να προσέχη

διότι τὤχει φυσικό, 

ἡ γλῶσσά του να τρέχῃ.

 

Δεκαβάλλας:

Τὸ μόνο του προτέρημα, 

εἶναι ποῦ δὲν θυμόνει,

θὰ καταντήση μια φορά, 

τη στάχτη νὰ ζυμώνῃ.

 

Ν. Ξύδης:

Καὶ νὰ θυμόνω τί μπορῶ, 

Αντώνη μου νὰ κάνω

πολλάκις μοῦ τὰ ζύγισαν, 

μὰ ἦταν παραπάνω.