Σπίτι Ν. Κόμη

Αποθετήριο Νο319

10 Φεβρουαρίου 1908.

Στο σπίτι του Ν. Κόμη στο Πέρα Πετάλι.

Χρονολογία: 1908
Δημοσιεύτηκε από: Επιμελητής No1 Π.Σ.Σ
Δημοσιεύτηκε στις: 31 Μαρ 2025
Τεκμήρια: 6

Αιμίλιος Βέλλης:

Οφείλω ἐκ καθήκοντος

νὰ εὐχηθῶ στὸ σπίτι,

να ζήσητε εὐδαίμονες

Νίκο και Αφροδίτη,

 

Σ' αὐτὸ τὸ σπίτι τραγουδῶ,

κι' ἔχω πολλὴ λαχτάρα,

ζῆθι Μαρία εὐγενής,

ὦ λατρευτὴ κουμπάρα.

 

Ακόμη δεν κατώρθωσα

αναπνοὴν νὰ πάρω,

καὶ ὑψώνω τὸ ποτήριον

γιὰ τὸν Χρυσὸν Κουμπάρο,

 

Αἱ ἰδικαί μου αἱ εὐχαὶ

δὲν ἔληξαν ἀκόμη,

νὰ ζήσῃ ἡ ὁλομέλεια

του νέου οίκου Κόμη.

 

Βάλλετε τώρα προσοχήν,

κι' ἀκούσετε τοῦ λόγου

νὰ βλέπετε νὰ χαίρεσθε

γένος του Θεολόγου.

 

Δεκαβάλλας:

᾿Αρκοῦνε πλέον ἡ εὐχαῖς

Αιμίλιε στον γάμο,

καὶ γύρισε τὰ μάτια σου,

καὶ μὴ τὰ ρίπτεις χάμο.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Άγιε Ιωάννη μου

εὐλόγησον τὴν ὥρα,

ποῦ η θὰ ἀρχίσῃ ἡ γλῶσσά μου,

στοῦ Πεταλιοῦ τὴν χώρα.

 

Δεκαβάλλας:

Μὴ πικαλεῖσαι ἅγιον 

που ἦτον ἐρημίτης, 

καὶ δὲν τὸν κέντισε ποτέ, 

κεντρὶ τῆς ᾿Αφροδίτης.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Επικαλοῦμαι ἅγιον

διὰ νὰ εὐλογήσῃ,

πρὸ πάντων γιὰ τὴν γλωσσών σου,

ἴσως τὴν σωφρωνήσῃ.

 

Δεκαβάλλας:

Τον πειρασμὸν ἐξώρκιζε,

σἂν ἔβλεπε γυναῖκα,

καὶ στὸ μουστάκι ἔβαλε,

Αιμίλιε Μαντέκα.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Τὸ ὡραῖον τὸ μουστάκι μου,

ἥσυχο νὰ τ᾿ ἀφῆτε,

γιατί ἐπάνω κρέμούνται,

οἱ Νόμοι και οἱ Προφῆται.

 

Δεκαβάλλας:

Αὐτὸς ποτὲ δὲν πάτησε,

τοῦ ἔρωτος τὸ ρόδι,

τὴν κεφαλήν του έδωσε,

θυσίαν στον Ηρώδη.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Δὲν σὲ φοβεῖται σαν μιλῇ,

ἡ γλῶσσα ἡ ἰδική μου

γῆρας σου τὸ σέβομαι,

κι᾿ αὐτὸ εἶν᾿ ἡ προσοχή μου.

 

Δεκαβάλλας:

Μὴ ἄλλαξες Αιμίλιε,

τῶν τραγουδιῶν τὰ θέμα

ἐγὼ καυγὰ δὲν σοῦ ζητῶ,

δὲν θέλ' νὰ πιῶ αἷμα.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Μὲς τὸν χορόν βυθίζεται,

ἀπόψε ἡ ψυχή μου,

μόνον διὰ τὸν ἔρωτα,

θα χάσω την ζωήν μου.

 

Βλέπω δυὸ μάτια μαγικά,

μέσα σ' αὐτὴν τὴν χώρα

καὶ μοῦ πληγώνουν την καρδιά,

κάθε στιγμὴ καὶ ὥρα.

 

Δεκαβάλλας:

Πρέπει νὰ πάρῃς δίπλωμα,

γιὰ νἄλθῃς στὸ Πετάλι,

γιατί ὁ κάθε Πετεινός,

στην χώραν μας δεν ψάλλει.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Με γνώρισες Εξάδελφε,

καὶ ἀπὸ ἄλλα χρόνια

ὅτι δὲν με τρομάζουνε,

τουφέκια καὶ κανόνια.

 

Δεκαβάλλας:

Στης Όρνιθες του Πεταλιοῦ,

Αἰμίλιε ἀκοῦστα

πέρνουμε μόνον Πετεινούς,

ποῦ ἔχουν διπλή κροῦστα.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Τής Ορνιθες του Πεταλιού,

Αντώνη της λατρεύω 

κι' ἐπάνω εἰς τὸν ἔρωτα,

σημείωσε πρωτεύω

 

Δεκαβάλλας:

Μιὰ Πέρδικα τοῦ Πεταλιοῦ,

γιὰ νὰ γενῇ ζευγάρη

θελε μπαρούτη ἐγγλέζικο,

καὶ πρῶτον κυνηγάρη.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Η Πέρδικες του Πεταλιοῦ,

εἶν᾿ θησαυρὸς μεγάλος

κι ἂς ψάλλει σὲ ἡ γλῶσσά σου,

σἂν ἄλλος Παπαγάλος.

 

Δεκαβάλλας:

Μὴ πέσεις μὲς στὰ κύματα,

γιατί θὰ ναυαγήσεις

καὶ θὰ βοᾷς Εξάδελφε,

βοήθα μὴ ἀργήσῃς.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Πάντοτε μὲς στὰ κύματα,

ὁ δυστυχής (...)

καὶ διεξάγω ἔνδοξον,

ἀγῶνα λυσσαλέο.

 

Δεκαβάλλας:

Θὲ νὰ σὲ πάρω μιὰ ματιά,

ἀπ' τοῦ χοροῦ τὸν (...)

νὰ σὲ πληγώσω μονομιᾶς,

καὶ νὰ σὲ πάρω σκλάβο.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Εἴκοσι χρόνους μάχομαι,

τῆς νειότης τὸν ἀγώνα

καὶ πάντοτε σημείωσε,

λαμβάνω τὴν Κορῶνα.

 

Δεκαβάλλας:

Εἴκοσι χρόνια μετρητά,

αέρα κοπανίζεις.

καὶ χωρὶς νάχης ἔρωτα,

χαρά σου που δανείζεις.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Πές μου πῶς τὸ κατάλαβες,

καπνὸν πῶς κοπανίζω

Έλα κοντά στην πλώρην μου,

νὰ δῆς πῶς ἁρμενίζω.

 

Δεκαβάλλας:

Αφησε τὰ καυχήματα,

δὲν τρώγω τέτοια χάπια,

τὰ πορτοκάλια ποὔφαγες,

ἤτανε ὅλα σάπγια.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Καλὲ ἐγὼ ὡς συγγενῆ,

σ᾽ εἶχα ἕνα καμάρι,

μά ὅπως θωρῶ ὁ διάβολος,

ἀπόψε θὰ σὲ πάρῃ.

 

Δεκαβάλλας:

Εμὲ νὰ πάρῃ ὁ διάβολος,

ἐσένα καμιὰ κόρη,

μήπως τηνὲ πλανέσομε,

ἂς εἶν᾿ καὶ μὲ τὸ ζόρι.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Μπορεῖ κανεὶς νὰ ὁμιλῇ,

νὰ λέγῃ ὅτι θέλει,

ἀλλὰ ἐμὲ δὲν μ' έπληξαν,

τοῦ ἔρωτος τὰ βέλη.

 

Δεκαβάλλας:

Πές μου κρυφὰ καὶ μυστικά,

ποῦ θὲς νὰ σὲ συστήσω,

εγώ μαι γνώριμος ἐδῶ,

καὶ θὰ σ᾿ εὐχαριστήσω.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Μιὰ Παναγιά λατρεύω 'γώ,

μιὰ δέσποινα του κόσμου,

πάνω σ' αὐτήνη στρέφεται,

ὅλος ὁ λογισμός μου.

 

Δεκαβάλλας:

᾿Αλλὰ σ' αὐτὴν τὴν παναγιά,

ὅσα κεριὰ κι᾿ ἀνάψης

ἄδικα τὸ τομάρι σου,

Αιμίλιε νὰ κάψῃς.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Καρδιογνώστης εἶσαι σύ,

ἢ εἶσαι ἄλλη Πυθία.

καὶ ἦλθες καὶ μοῦ πλήγωσες,

ἀπόψε τὴν καρδία.

 

Δεκαβάλλας:

Δὲν ξεύρω μήτε παναγιά,

μήτε τὴν δέσποινά σου

καὶ μὴ μὲ μπλέκεις ἄδικα,

στὰ κακοβάσανά σου.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Η Παναγιά φίλε αυτή,

δεσπόζει μὲς στὸν τόπο,

καὶ τ᾿ ὄνομά της έκαμε

᾿Αντώνη τόσο κρότο.

 

Δεκαβάλλας:

Λυπούμαστε Αιμίλιε,

που βλέπεις τέτοιο ἄστρο

θὰ πέσης σαν Ιάπωνας,

στου Πόρ-Αρθούρ το Κάστρο.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Μόνον ἐγὼ αἰχμάλωτος,

οὐδἐποτέ μου πίπτω.

ἐπάγω εἰς τὸν ἔρωτα,

τὴν κεφαλὴν δὲν κύπτω.

 

Δεκαβάλλας:

Κρῖμα στὸν πόθον ποὔβαλες,

καὶ κρῖμα τὸ μεράκι,

θὰ φᾶνε τὸ κορμάκι σου

οἱ λύκοι κι' οἱ Κοράκοι.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

᾿Απόψε ὁ ἀντίπαλος,

δικάζει κατ' ἐρήμην,

αὔριον τὸ πρωΐ, πρωΐ,

σοῦ κόπτω 'γὼ τὴν στήμη.

 

Δεκαβάλλας:

Τὸν τελευταῖον στοχασμόν,

τὸν ἰδικόν σαν πόθον,

που μίλησες Αιμίλιε,

ἐξέγησε δὲν νοιώθω ;

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Ο πόθος μοῦναι μυστικός,

κανεὶς δὲν τὸν γνωρίζει,

κι' ἂς παύσῃ ποιὸ ἡ γλῶσσά σου,

ἐμὲ νὰ φοβερίζη.

 

Γύρισε δὲ μὲς τὸν χορόν,

τόσα αφράτα κάλη,

ποῦ κάθε νέου ἡ καρδιά,

Αντώνη απόψε πάλλει.

 

Δεκαβάλλας:

Εσὺ μὲ στέλλεις στὸ χορό,

κι᾿ ἐγὼ τοῦ νὰ σὲ στείλω;

Γυρίζουνε τα λόγια σου,

κι' ὁ νοῦς σου σἂν τὸν Μύλο.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Εγὼ σὲ στέλλω στὸν χορόν,

διὰ ν᾿ ἀποθαυμάσης

νὰ δῆς τὰ τόσα θέλγητρο,

Αντώνη καὶ νὰ κλαύσης

 

Εἶπα ἐγὼ νὰ κλαύσῃς ού,

κι' ἡ νηὲς νὰ εὔθυμήσου,

Αντώνη μου Εξάξελφε,

τὰ νειάτα σου θυμήσου.

 

Τί νὰ σοῦ κάμει ὁ δυστυχής,

που ὁσάκις ἀτενίζει,

μὲς στοῦ χοροῦ τὰ θέλνητρα,

κάθε στιγμὴ δακρύζει.

 

Δεκαβάλλας:

Κλάψε ποῦ ἔχεις ὄρεξιν,

κλάψε ποῦ ἔχεις δίκια,

καὶ μὴ ψαρεύεις κουτουροῦ,

καὶ ξεψαρεύεις φύκια.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Δὲν θέλαμε 'μεῖς κλάματα,

θέλαμε ευθυμία,

τὸ ζεῦγος ποῦναι στον χορόν,

ἄς ζῇ μ' εὐδαιμονία.

 

Δεκαβάλλας:

Ποῦ Συναγρίδες κυνηγᾷς,

ἄμε νὰ ἡσυχάσῃς,

κι' εὐχἡσου μιὰ καλογρηά,

νὰ βρῆς νὰ τὴν πασχάσης,

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Αν Συναγρίδες κυνηγώ,

ξεύρω ἐγὼ καὶ τρώγω

ἐπάνω εἰς τὸν ἔρωτα,

τὸν βήχα σοῦ τὸν κόβω.

 

Δεκαβάλλας:

Πές τόν Χρυσὸν τὸν συγγενῆ,

τοῦ γάμου τὸν κουμπάρο,

νὰ φέρῃ μιὰ καλογρηά,

που κάθεται στον Φάρο.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Καλέ Χρυσὲ Εξάδελφε,

εἰπὲ καὶ σὺ μιὰ λέξι

ἀπόψε τ' ἀδελφάκι σου,

γυρεύει νὰ μὲ παίξῃ.

 

Ε. Χ.:

Τί νὰ σἂς τῇ ὁ δυστυχής,

οὐσία δὲν ὑπάρχει,

στὸν γάμον μιὰ κολογρηά,

τί προσκαλεῖτε νάλθῃ;

 

Δεκαβάλλας:

Νὰ τὴν ἰδῇς Αιμίλιε,

τί εμορφιὰ καὶ κάλλη,

μόνον τὸν ἕνα γοφόν της,

ποῦ δὲν μπορεῖ νὰ πάρῃ.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Γιά σου Κωστή αθάνατε

τῆς γενιᾶς τοῦ Χρύσου

ποῦ ὁ κόσμος σὲ ἐθαύμασε,

γιὰ τὴν ἀπάντησίν σου,

 

Τι θέλουν ἡ καλογρηές,

στὸν νειατικὸν ἀγῶνα,

Εγώ άπόψε πολεμῶ,

νὰ πάρω μιὰ κορῶνα.

 

Δεκαβάλλας:

Επαίνεσαι Χρυσόγελε,

καὶ σὺ αὐτὴν τὴν νύμφη,

νὰ φάῃ τὴν καλογρηάν,

τὰ χέρια του να γλύφῃ.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Η νύμφη ποὖναι στὸν χορόν,

ἐστόλισε τὸ σπίτι,

ζωντάνευσε ἡ παλαιᾶ

τῆς Μήλου Αφροδίτη.

 

Δεκαβάλλας:

Έξω στον Φάρου τα γκρεμνά,

Αιμίλιε θε νάβρης

τὰ ἀγαθὰ τῆς μοίρας σου,

τῆς άδικης τῆς μαύρης.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Αὐτὰ ποῦ λὲς ἐξάδελφε,

εἶν᾿ ὅλα κολοκύθια,

ὁ κόσμος τ' ἀκούει 'δῶ,

πῶς εἶναι παραμύθια.

 

Δεκαβάλλας:

Θὲ νὰ τραβᾷς περίπατο,

στην βάρκα του Λουΐγγη

ἐσὺ θὰ τῆς χαμογελάς,

κι' ἐκείνη θὰ σὲ σφίγγη.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Δὲν ἤλπιζα ἐξάδελφε,

να μούμβης εἰς τὸ ρθοῦνι,

μέσα στὰ τόσα πρόσωπα,

μὲ ἔκαμες κουδοῦνι.

 

Δεκαβάλλας:

Δὲν εἶδες τό κορμάκι της,

τὸ λυγερὸ δὲν εἶδες.

νὰ ζήσουν ᾗ καλογρηές,

κάτω ἡ Συναγρίδες.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Νὰ φήσῃς της καλογρηές,

Αντώνη κατά μέρος,

δυὸ πράγματα ασυμβίβαστα,

καλογρηά, καὶ ἔρως.

 

Δεκαβάλλας:

Εχουν κι' ἐκείναις πειρασμό,

συχνὰ καὶ τὴς πειράξει,

καὶ ἂν τὴν θὲς Αιμίλιε,

αὐτὸ μὴ σὲ ταράζει.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Εκεῖναι εἰς τὴν ἐρημιά,

δὲν ἔχουν τέτοιο πόνο,

τὴν δέησιν των στὸν Θεόν,

ἐκπέμπουσι καὶ μόνο.

 

Δεκαβάλλας:

Αὐτὴ πολὺ γνωρίζεται,

κι' ἔχει βουλὴ καὶ γνώμη

μὲ τὸν πατέρα του γαμβροῦ,

τὸν μάστορη τὸν Κόμη.

 

Μπαλλώνει τα παπούσια της,

της κάνει καὶ καινούργια,

κι' ἔχει πολλὴ εὐλάβεια,

επάνω της και φούργια.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

'Ω Κόμη μὲ τὸν τίτλον σου,

ὅλα ἀπολογίσιν,

τὴν καταδίκην σου αὐτήν,

μόνος σου συλλογίσου.

 

Δεκαβάλλας:

῾Ο Μάστορης όταν διαβῇ,

ἀπὸ τὸ Μαγαζί του,

γιὰ τὸ χατήρι στου Σταυροῦ,

τσέδινε τὸ κερί του.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Καλ' άφησε τον Μάστορη,

ἥσυχον (...)

πρέπει κανεὶς τὴν γλῶσσά σου,

νὰ τηνὲ ψαλλιδίσῃ.

 

Δεκαβάλλας:

Νὰ δῆτε τί εὐλάβεια,

ὁ Μάστορης προσφέρει,

δὲν τὴν φιλεῖ στὸ πρόσωπον,

μόν᾿ τὴν φιλεῖ στὸ χέρι.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

᾿Απὸ τὸν ᾿Αη-Λάζαρο,

εἰς τὴν Φανερωμένης

κύταξε μέσα στὸν χορόν,

νὰ δοῦμε τί θὰ γένη.

 

Δεκαβάλλας:

Κύταξε μέσ' στην κάμαρα,

τί πρᾶγμα θὰ σημάνῃ,

ὁ Μαστρο-Γιάννης ζήλευσε,

καὶ θὰ σὲ ξεθυμάνῃ.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

"Ω Κόμη ποὖναι σεβαστό,

σ' ὅλους τὸ ὄνομά σου,

ὁ κόσμος ὅλος ἐκτιμᾷ,

μάθε τα γηρατειά σου.

 

Δεκαβάλλας:

᾿Ανθὲς νὰ πῆς γιὰ τὸν χορόν,

κι' ἡ κεφαλή σου ήψε,

βάλλε λαλιὰ στὰ μάτια σου,

καὶ τὸ μουστάκι στρίψε.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Θέλω νὰ πῶ γιὰ χορόν,

μὰ συ μὲ διακόπτεις

ἐπάνω εἰς τὸν ἔρωτα,

ἐξάδελφε προσκόπτεις.

 

Δεκαβάλλας:

Πάρε λαγοῦ περπατησιά,

γύρισε λίγο σείσου,

ἀλλοιποῦ θ᾿ ἀκούσῃς νὰ σοῦ πῇ,

ἐψώφισε τ᾿ ἀρνί σου.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Εγώ διασκεδάζω 'δῶ,

ἀπόψε ἕνα χάδι,

καὶ εἰς τὸν δρόμον γὼ περνῶ,

Λαγὼ καὶ τὸ Ζαρκάδι.

 

Δεκαβάλλας:

Δεν δέχεται ἀχμάκιδες,

τοῦ Πεταλοῦ τ' ἀέρι,

καὶ μιὰ πεντάρα δὲν περνοῦν,

ἀργεντινὴ οἱ γέροι.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Παρατηρῶ ἐξάδελφε,

ἡ γλῶσσα σου πῶς σφάλλει

ἕνα κορμὶ ὡσὰν ἐμέ,

δεν βάλλεις στο τσουβάλι.

 

Δεκαβάλλας:

Εδῷ περνᾷ, ἡ λεβεντιά,

κι' ἡ νειώτη στα 30,

καὶ νηοὺς στὴν ἡλικία σου,

της βάλλουνε στην πάντα.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Τὰ ἐχθρικὰ τὰ βέλη σου,

σὲ μὲ τάχεις στρεμμένα,

Εἶδες κανένα άλλον νηόν,

νὰ στέκῃ σαν κι᾿ ἐμένα;

 

Ζηλότυπε καὶ φθονερέ,

ποῦ ἐκτοξεύεις βέλη ;

μάθε πῶς θάλλει ἡ καρδιά,

τοῦ Αἰμιλίου Βέλλη.

 

Δεκαβάλλας:

Απ' το Πετάλι συγγενής,

νὰ μὴ ζητήσῃ μοίρα,

ἐκτὸς ἂν εὔρουν πουθενά,

καμμιὰ ριμμένη χήρα.

 

Αιμίλιος Βέλλης:

Δὲν ζήτησα ἀπ' τὸ Πετάλι γώ, 

ἀγάπη ν' ἀποκτήσω,

ἦλθα πρὸς χάριν τοῦ χωριοῦ, 

κι' ἐγὼ τὰ τραγουδήσω.