Αποκριάτικος χορός 1897

Αποθετήριο Νο1321

Στη Σίφνο του 1897, θα βρεθούμε τώρα, για να παρακολουθήσουμε τον αποκριάτικο χορό, που γίνεται στο σπίτι του Αντώνη του Βενιού, στον Αρτεμώνα. Από τους λαϊκούς ποιητές μας είναι παρόντες μόνο ο Αιμίλιος Βέλλης κι ο Δεκαβάλλας. Μα τους σιγοντάρουν ο Ασερνικός, ο Βερνίκος κι ο Βενιός με την κερα Μαργαρώ του. Και τα "ποιητικά" αρχίζουν με το πρώτο τραγούδι του Αιμίλιου.

Από το βιβλίο "Τα λαϊκά τραγούδια και τα κάλαντα της Σίφνου" (1829-1980) του Νίκου Γ. Σταφυλοπάτη.

Χρονολογία: 1897
Δημοσιεύτηκε από: Πολιτιστικός Σύλλογος Σίφνου
Δημοσιεύτηκε στις: 19 Απρ 2025
Τεκμήρια: 0

Αιμίλιος:

Όλοι οι ερωτόληπτοι,

μας ήρθαν εδώ πέρα

να απολαύσουν θέλγητρα

που έχει η εσπέρα.

 

Αντώνης Βενιός:

Τώρα και με η γλώσσα μου,

να τραγουδήσει θέλει,

σεις είσθε πρώτο νούμερο,

Αιμίλιε του Βέλλη.

 

Αιμίλιος:

Μόνον εγώ ατάραχος

κάθομαι και κοιτάζω,

και μ´όλη την αφέλεια,

ω φίλοι μου, ρεμβάζω.

 

Μαργαρώ Βενιού:

Τώρα θα σας τα πω εγώ,

για να περάσει η ώρα,

απόψε θα σε βγάλουμε, Αιμίλιε, στη φόρα.

 

Αιμίλιος:

Όλος ο κόσμος τραγουδεί

κι απόψε ξεφαντώνει,

να χαίρεσαι τη σύζυγο,

αγαπητέ Αντώνη.

 

Μαργαρώ Βενιού:

Λάβετε την απλοδωριά,

όπου σας στέλλω πρώτη

κι ελόγου σου Αιμίλιε,

να χαίρεσαι τη νιότη.

 

Αιμίλιος:

Όταν μαζί μας τραγουδεί,

η σύζυγός σου Αντώνη,

όλον τον κόσμο τον τιμά

και τον υποχρεώνει.


Βενιός:

Ευχαριστώ Αιμίλιε,

χρόνια πολλά να ζήσεις,

και την κοπέλα π´αγαπάς

εύχομαι ν´αποκτήσεις.

 

Αιμίλιος:

Το θέμα θέλει προσοχή

και φρόνηση μεγάλη,

το άκουσα και μ´έπιασε

τόση ανεμοζάλη.

 

Ν. Βερνίκος:

Μην τονε κατακρίνετε,

γιατί προ χρόνων πάσχει

κι εκείνη η αθεόφοβη,

φάσκει και αντιφάσκει.

 

Βενιός:

Στα στήθη του άναψε φωτιά

και τρομερά τον καίει,

και κάθεται σαν το μωρό

και μόνο που δεν κλαίει.

 

Αιμίλιος:

Ποτέ μου εις τον έρωτα,

φόβο δεν έχω νιώσει,

απεναντίας, φίλοι μου,

με έχει καρδαμώσει.

 

Βενιός:

Σε βλέπω που ωχρίασες,

βάστα καλά μην πέσεις

και πλησιάζει ο καιρός

στεφάνι να φορέσεις.

 

Ασερνικός:

Ματαίως κοπιάζετε

κι αδίκως πολεμάτε,

στεφάνι όταν αγροικά,

σαν το λαγό ξιπάται.

 

Αιμίλιος:

Φίλε, δεν αποφάσισα

γιατί δεν ηρθ´η ώρα,

μα βλέπω πως εξάπαντος

θ´αποφασίσω τώρα.

 

Εκείνη τη στιγμή κάνουν την εμφάνισή τους στο χορό, οι ποιητές των Εξαμπέλων, ο Καραβάς κι ο Γιώργης ο Ζαμπέλης. Ο Αιμίλιος τους υποδέχεται με εγκαρδιότητα και τους καλεί να πάρουν μέρος στα "ποιητικά".

 

Αιμίλιος:

Τον λόγο μετά προσοχής,

σας συνιστώ στο μέλλον,

γιατί μας ήλθαν ποιηταί,

δεινοί των Εξαμπέλων.

 

Σε χαιρετούμε Καραβά

κι όλοι σ´ευχαριστούμε,

που στο χωριό μας έφθασες,

τον έρωτα να πούμε.

 

Α. Βενιός:

Αιμίλιε κι ο Καραβάς,

εβγήκε στον αγώνα,

φέτος θαρρώ θα βάλετε

στεφάνι κι αρραβώνα.

 

Αιμίλιος:

Εγώ´λεγα οι Κρητικοί,

μονάχα πολεμούνε,

μα και στη Σίφνο, ως θωρώ,

εμφύλιο θα δούμε.

 

Ασερνικός:

Δεν έχει ο Αιμίλιος,

πλέον στις φλέβες αίμα,

και δια τούτο προσπαθεί

ν´αλλάξετε το θέμα.

 

Αιμίλιος:

Το θέμα αυτό μ´ευχαριστεί,

καθένας το γνωρίζει,

και μάθε εις τας φλέβας μου

το αίμα εκχυλίζει.

 

Βενιός:

Αιμίλιε παρατηρώ,

το λέω με τα χείλη,

απόψε θε να σου φανεί

ο ουρανός σφοντύλι.

 

Αιμίλιος:

Δε σας φοβάμαι τραγουδώ,

αν είσθε κι άλλοι τόσοι,

τον πόλεμο θα τον κρατώ,

ως ότου ξημερώσει!

 

Βενιός:

Βέλλη, αυτού που κάθησες,

εμένα δε μ´αρέσει,

σύρε κοντά στο σκρίνιο μου

και άλλαξε τη θέση.

 

Αιμίλιος:

Όπου καθήσω φίλε μου,

το μέρος μου το κάνω

και μ´ονομάζουν σκάνδαλο

στον Αρτεμώνα απάνω.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Βρες άλλη θέση Αιμίλιε

και κάθησε σιγούρα,

να μη σε μπλέξει ο Καραβάς

και θα τα φέρεις σκούρα.

 

Αιμίλιος:

Η θέση είναι εξαίρετη,

κανέναν άλλο στείλε,

εγώ αντεπεξέρχομαι

και γνώριζέ το, φίλε.

 

Βενιός:

Σήκω επάνω Αιμίλιε,

γιατί ο χορός σε σκιάζει,

και δεν μπορεί κάποια ψυχή

να σε γλυκοκοιτάζει.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Αντώνη μου ο έρωτας

πολύ τον κυριεύει,

όλο τριγύρω του θωρεί

κι όλο τηνε γυρεύει.

 

Αιμίλιος:

Εγώ θαρρώ, γέροι και νιοι,

σας έπεσαν τα σάλια

ρεζίλι εγινήκατε,

τί ειν´αυτά τα χάλια;

 

Βενιός:

Αφού ζηλεύεις το λοιπόν,

εγώ καλά το κρίνω,

σήκω από τη θέση σου

και κάθησε στο σκρίνιο.

 

Αιμίλιος:

Ποτέ δεν το ´χω φυσικό,

φίλε μου, να ζηλεύω,

όπου στραφεί η πλώρη μου

τα πάντα κυριεύω.


Οι αποκριάτικοι χοροί στην παλιά Σίφνο κρατούσαν πολλές φορές ως το πρωί της άλλης μέρας. Όταν μάλιστα στη συγκέντρωση παίρνανε μέρος και τραγουδούσαν οι πιο καλοί από τους λαϊκούς ποιητές της εποχής, τότε η βραδιά είχε μια ξεχωριστή ομορφιά κι όλοι θα θέλανε ποτέ να μην τελειώσει. Έτσι θα ´γινε, φαίνεται, και τη νύχτα εκείνη στο σπίτι του Βενιού, στον Αρτεμώνα, όπου ο Αιμίλιος είναι και πάλι ο στόχος των ποιητών. Του προξενεύουν τώρα μιαν όμορφη κοπέλα, την Αγγελική, και κείνος, ενθουσιασμένος από την πρόταση "ρίχνεται στον αγώνα" με οίστρο νεανικό.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Πονεί η καρδιά σου, Αιμίλιε,

γι ´αυτό μας κατακρίνεις,

όλο γυρνάς και τη θωρείς

και ξεροκαταπίνεις.

 

Βενιός:

Πράγματι τον εδάγκασε,

του έρωτα το γκέλι,

και στρίβει το μουστάκι του,

να γίνει σα τσιγγέλι.

 

Αιμίλιος:

Έχω κι εγώ δικαίωμα,

στον κόσμο ν´αγαπήσω,

γι ´αυτό μην απορήσετε

και αν παραστρατήσω.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Δείτε πώς ξερογλύφεται

κι όλο στο νου του τόχει,

τον έπιασ´ η Αγγελική,

σα σκάρο στην απόχη.

 

Αιμίλιος:

Αφού με προκαλέσατε,

υψώνω τη σημαία,

και στον αγώνα προχωρώ

με πύρινη ρομφαία.

 

Βενιός:

Τώρα το πάθος του θαρρώ,

θα μας το φανερώσει,

γι ´αυτό παιδιά προσέχετε

να μη σας μαχαιρώσει.

 

Θα σ´αρωτήσω, Αιμίλιε,

το θεωρώ καθήκον,

γιατί κοιτάζεις άγρια

τον Νικολό Βερνίκον;

 

Αιμίλιος:

Αφήσετε το Νικολό,

ω φίλοι, κατά μέρος,

μου φαίνεται ειλικρινής

κι απ´όλους σας πιο βέρος.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Εγώ σου λέω, Αιμίλιε,

να δέσεις τη δουλειά σου,

μη σου την πάρουν και τραβάς

ύστερα τα μαλλιά σου.

 

Αιμίλιος:

Με υποχρέωσαν πολύ

τα ιδικά σου χείλη,

εγώ λέω να δέσουμε

τον κόμπο στο μαντίλι.

 

Ασερνικός:

Ο κόμπος είναι για παιδιά,

στον έρωτα δεν πάει,

βλέπω ο Βαλλής, Αιμίλιε,

το μάτι θα σου φάει.

 

Αιμίλιος:

Βλέπω κι οι γέροι σαν τους νιους,

το κυνηγούν το μέλι

και σαν κηφήνες τριγυρνούν

έξω απ´την κυψέλη.

 

Μαργ. Βενιού:

Αδίκως ζευγαρίζουνε

και σπέρνουν να καρπίσει,

από την Πόλη άνθρωπος

θαρρώ πως θα θερίσει.


Αιμίλιος:

Θα ´μαι εγώ ο τυχερός,

χωρίς αμφιβολία,

κι έτσι θα μείνουν όλοι τους,

εις του λουτρού τα κρύα.

 

Βενιός:

Φέρτε μπουκάλι για να πιουν,

όλοι εις την υγειά της,

θαρρώ πως είναι άδηλο,

τί έχει στην καρδιά της.

 

Αιμίλιος:

Εγώ το βλέπω καθαρά,

πως συμπαθεί εμένα,

και συνεχώς τα μάτια της,

τα ´χει εδώ στραμμένα.

 

Δεκαβάλλας:

Παρατηρώ, Αιμίλιε,

πως τραγουδείς με πάθος,

μα πρόσεξε, παρακαλώ,

μην πέσουμε σε λάθος.

 

Αιμίλιος:

Στα θέματα του έρωτα,

έχω μεγάλη πείρα,

γι ´αυτό και την απόφαση,

μονάχος μου την πήρα.

 

Δεκαβάλλας:

Δε φτάνει η απόφαση

μονάχα η δική σου,

πρέπει και η Αγγελική

να συμφωνεί μαζί σου.

 

Αιμίλιος:

Τί κρύβει μες τη σκέψη της,

κανείς δεν το γνωρίζει,

μα βλέπω ότι με θωρεί

και ροδοκοκκινίζει.

 

Βενιός:

Σε πλήγωσε, Αιμίλιε,

με το γλυκύ της βλέμμα

και τώρα καίει σαν φωτιά

στις φλέβες σου το αίμα.

 

Δεκαβάλλας:

Μα βλέπω και ο Καραβάς,

πως είναι τσιμπημένος,

και ίσως να βγει Αιμίλιε,

στο τέλος κερδισμένος.

 

Αιμίλιος:

Τον Καραβά τον αγαπώ

και τον υπολογίζω,

μα τώρα σαν αντίπαλο

τον αντιμετωπίζω.

 

Καραβάς:

Τράβα το γιαταγάνι σου,

Αιμίλιε, και πάμε,

απόψε τα μουστάκια μας,

για κείνη θα τα φάμε.

 

Ζαμαρίας (Γαγιώτος):

Κοιτάξετε τον Καραβά,

ευθύς επήρε βράση,

Αιμίλιέ μου πρόσεξε

γιατί θα σου τη σκάσει.

 

Αιμίλιος:

Είμαι παλιός αγωνιστής,

στου έρωτα τη μάχη,

και δε θα πέσω εύκολα,

όσα ατού και να ´χει.

 

Δεκαβάλλας:

Νταγιάντα μαύρε Καραβά,

εσύ δεν τρως πορίχια,

και άρπαξε την πέρδικα,

σαν αετός στα νύχια.

 

Καραβάς:

Γι ´αυτό κι εγώ αρματώθηκα,

στον πόλεμο σαν να ´μαι

και θα ειπώ στην πέρδικα,

ακλούθα με και πάμε.

 

Η Αγγελική, η όμορφη κοπέλα, που είχε έρθει τότε στη Σίφνο από τη Ρωσία, προσκαλεσμένη από μια Αρτεμωνιάτικη οικογένεια, παραβρίσκεται στο χορό του Βενιού και έχει ξεσηκώσει με τη χάρη της όλους τους άντρες, μικρούς και μεγάλους. Όλοι προσπαθούν να κερδίσουν την προσοχή και τη συμπάθειά της, ιδιαίτερα ο Αιμίλιος κι ο Καραβάς. Και μέσα στη χαρούμενη ατμοσφαιρα της βραδιάς ακούονται ωραία πειρακτικά τραγούδια.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Τα μαύρα μάτια, Καραβά,

σε σένα ατενίζουν

κι αδίκως κοπιάζουνε,

όσοι σε φοβερίζουν.

 

Δεκαβάλλας:

Απόμεινε ο Αιμίλιος,

σαν το σβηστο καντήλι,

κι ο Καραβάς ο κλέφταρος,

του ´φαγε το φυτίλι!

 

Αιμίλιος:

Με πόση λύπη άκουσα,

τα λόγια σου, Αντώνη,

όλοι με κατατρέχετε

κι ο νους μου πελαγώνει.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Πρέπει να το παραδεχτώ,

σύγκριση δεν υπάρχει,

απόψε ο Αιμίλιος

θαρρώ πως προεξάρχει.

 

Καραβάς:

Ζαμπέλη μου, παρατηρώ,

πως τα ´χεις μπερδεμένα,

μια πας με τον Αιμίλιο,

μια έρχεσαι σε μένα.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Απόψε μοιάζεις, Καραβά,

Μαρίας της οσίας,

φαίνεται πως σε μάγεψαν

τα κάλλη της Ρωσίας.

 

Δεκαβάλλας:

Βαρέθηκε με τις Σιφνιές,

πλέον να παραδέρνει,

και τώρα την Αγγελική

τη Ρούσα γυροφέρνει.

 

Βενάκης:

Τον έρωτα απ´τα Ξάμπελα,

θε να τον αποσύρει

και θέλει τώρα να ντυθεί

με ρώσικο κασμήρι.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Ο Καραβάς ξεσπάθωσε

κι είναι ευτυχισμένος,

πάντοτε από έρωτα

βρίσκεται μεθυσμένος.


Αιμίλιος:

Μεγάλη αναστάτωση,

μ´αυτά τα μαύρα μάτια,

απόψε κάποιος από μας,

θε να γενεί κομμάτια.

 

Καραβάς:

Βλέπω μεγάλο πόλεμο,

τουφέκια και κανόνια,

εμείς οι δύο, Αιμίλιε,

θα μείνουμε στα χιόνια.

 

Αιμίλιος:

Ω! Δεκαβάλλε, ξάδελφε,

κάνε δικαία κρίση,

η προβολή του Καραβά,

μ´έχει πολύ λυπήσει.

 

Δεκαβάλλας:

Νομίζω πως ο Καραβάς,

άδικα συργιανίζει,

εκείνη τον Αιμίλιο

κλαδεύει και ποτίζει.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Και μολαταύτα ο Καραβάς,

επήρε τα πρωτεία,

Αιμίλιε, κατήντησες,

χωρίς καμιάν αξία.

 

Αιμίλιος:

Και συ θαρρώ τη λαχταράς,

ω Γιώργη του Ζαμπέλη,

μα είσαι χηρευάμενος

κ η Ρούσα δε σε θέλει.

 

Δεκαβάλλας:

Πολύ πολύ τον σκέπτομαι

κι εγώ τον κακομοίρη,

όμως δεν έχουνε ψυχή

κι οι πικραμένοι χήροι;

 

Βενιός:

Τα λόγια είναι περιττά

κι ας λείψουνε τα λούσα,

χήρο δεν άκουσα ποτέ,

να πάρει τέτοια Ρούσα.

 

Καραβάς:

Εμένα μόνο, Αγγελική,

έχε μες στην καρδιά σου,

το χήρο κλωτσοκόπησε

να φύγει από κοντά σου.

 

Μυρίζουνε τα τρυφερά,

τα όμορφα λουλούδια,

μα εις τους χοίρους μένουνε

μονάχα τα κουκούδια.

 

Δεκαβάλλας:

Ας ξερογλύφεται κι αυτός,

είναι δικαίωμά του,

άφηστον και θα ξεραθούν,

γρήγορα τα λαιμά του.

 

Οι ποιητές κεντρίζουν ολοένα και πιο πολύ τους δύο αντίζηλους της βραδιάς. Ως τη στιγμή που η Αγγελική, ορμηνεμένη από τις άλλες κοπέλες, προσφέρει ένα ποτήρι νερό στο διψασμένο Αιμίλιο. Αυτό είναι αρκετό για ένα καινούριο στιχουργικό πανηγύρι.


Καραβάς:

Ίντα νερό ήταν αυτό,

πού´πιες, Αιμίλιέ μου,

αν τό´πινα απ´το χέρι της,

δεν πέθαινα ποτέ μου!

 

Γ. Ζαμπέλης:

Ήταν τ´αμίλητο νερό,

που λένε τ´ακληδώνου,

αλλά εσύ, ω Καραβά,

το πίνεις πια του χρόνου.

 

Δεκαβάλλας:

Ήταν για τον Αιμίλιο,

πολύ γλυκό τωόντι

κι από τη γλύκα την πολλή,

του έφυγε ένα δόντι.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Ο Καραβάς , Αιμίλιε,

την τύχη σου ζηλεύει

κι απ´τη γλυκιά Αγγελική,

λίγο νερό γυρεύει.

 

Στρατής Μυτιληναίος:

Αφήστε τον στη δίψα του,

να ξεροκαταπίνει,

ένα νερό εζήτησε

κι αυτό δεν του το δίνει.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Κάπονας είσαι Καραβά,

μα πέσαν τα φτερά σου,

κι έτσι να φέρεις δεν μπορείς

την όρνιθα κοντά σου.

 

Καραβάς:

Έπεσε και με πλάκωσε,

μα το Θεό το πούσι,

από τους χήρους, τί μπορεί

ο άνθρωπος ν´ακούσει.


Αιμίλιος:

Τον Δεκαβάλλα, φίλοι μου,

βάλαμε να μας κρίνει,

και τώρα περιμένουμε

να δούμε τί θα γίνει.

 

Ζαμαρίας:

Σα δικηγόρος, βέβαια,

μπορεί να βρει μια λύση,

μα θα γυρεύει μερδικό

κι όλους θα σας μαδήσει.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Ο Δεκαβάλλας φαίνεται,

τα βρήκε μπερδεμένα

και δι ´αυτό απόφαση

δε βγάζει για κανένα.

 

Δεκαβάλλας:

Όσο κι αν είμαι στο ζυγό,

όσο κι αν έχω μέτρα,

σαν δω την ωραιότητα

θε να μολάρω πέτρα.

 

Καραβάς:

Εσείς τα λέτε ανάποδα,

μα γω τα θέλω ίσκια,

ω Δεκαβάλλε, ετοίμασε

γρήγορα τα κανίσκια.

 

Δεκαβάλλας:

Νομίζω ήρθε η στιγμή,

να κάνω πια την κρίση,

ο Καραβάς ενίκησε

σ´αυτό το ραβαΐσι.

 

Καραβάς:

Ήταν η ώρα η καλή,

που βγήκα απί το σπίτι,

κι έτσι την εκυρίεψα

τη Ρούσα, σαν την Κρήτη.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Ο Καραβάς στον έρωτα,

πάντοτε βγάζει νάμι,

Αιμίλιε, όπως θωρώ

σε πήρε το ποτάμι.

 

Δεκαβάλλας:

Σε μακαρίζω, Καραβά,

που πέτυχες στο σμπάρο,

μα βάλε τον Αιμίλιο,

τουλάχιστον κουμπάρο.

 

Καραβάς:

Στο δαίμονα τους σύγκριους,

απόψε θε να πέψω,

γιατ ´ήρθα με απόφαση,

Αντώνη, να την κλέψω.

 

Αιμίλιος:

Ό,τι κι αν πείτε μόνο εγώ,

δροσίστηκα κοντά της,

με το νερό που μού´δωσε,

έδειξε την καρδιά της.

 

Αλλά ενώ όλα έδειχναν ότι ο Καραβάς θα κέρδιζε τελικά την όμορφη Αγγελική και θα ήταν ο τυχερός της βραδιάς, ξαφνικά τα πράματα μπερδεύτηκαν και η αμφιβολία ξαναγύρισε στις καρδιές των ποιητών μας. Τί να συνέβη άραγε; Μήπως ο Αιμίλιος είχε βρει κανένα μυστικό ερωτικό όπλο και παραμέρισε τον Καραβά ή μήπως ο Ζαμπέλης είχε καταφέρει με τα τερτίπια του να συγκινήσει τη Ρούσα; Ας παρακολουθήσουμε παρακάτω τα τραγούδια τους και θα δούμε πώς εξελίχθηκε η στιχουργική τους αντιδικία.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Αγγελική είναι τ´όνομα,

κι αγγελική η χάρη,

όλοι κατασκοτώνεστε

κι άλλος θα τηνε πάρει.

 

Καραβάς:

Φεργάδα μ´έξε άρμπουρα,

γύρνα λοιπόν και δες μας,

έκοψες κλώνους άφθονους,

απόψε απ´τις καρδιές μας.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Φως μου η ωραιότη σου,

εμπήξε στην ψυχή του,

κι είπε πως θα θυσίαζε,

για σένα τη ζωή του.

 

Α. Βενιός:

Ο Καραβάς την έβαλε,

σαν ψάρι στην απόχη

κι αμπωσε τον Αιμίλιο,

το δυστυχή στην κόχη.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Αγγελική μου άκουσε,

τί γίνεται μπροστά σου,

γιατί δεν ξεκαθάρισες,

ποιον έχεις στην καρδιά σου;

 

Καραβάς:

Εγώ δεν είμαι όμορφος,

μα τό χει το λαχνί μου,

τρελλαίνονται όσες με θωρούν,

Αγγελική, ψυχή μου.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Όσο θωρώ τα πράματα,

Γιώργη μου, άνω κάτω,

θαρρώ σ´εσένα έπεσε,

το μήλο το αφράτο.

 

Αιμίλιος:

Σκέπτομαι κι όμως δε μπορώ,

εξήγηση να δώσω,

όσο τη βλέπω να γελά,

μου έρχεται να λιώσω.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Σε σε θαρρώ, Αιμίλιε,

την προσοχή της ρίχτει,

τους άλλους τους επίλοιπους,

τους τύλιξε στο δίχτυ.

 

Α. Βενιός:

Εγώ την επλησίασα,

και μούπε το χαμπάρι,

απ´όλοι που την αγαπούν,

τον Καραβά θα πάρει.

 

Καραβάς:

Ω! πόσο μ´ευχαρίστησες,

δροσιά να δεις Αντώνη,

θ´αρχίσουν τώρα και για με,

ευτυχισμένοι χρόνοι.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Μόνο εμένα αγαπά

και σεις να σιωπάτε,

όσοι ενδιαφέρεστε

χυλόπιτα θα φάτε.

 

Α. Βενιός:

Λυπούμαι τον Αιμίλιο,

καθώς και το Ζαμπέλη,

μα μοναχά ο Καραβάς

την πότισε με μέλι.

 

Καραβάς:

Εάν μου λέει ψέματα,

έχει ψυχή να δώσει

κάποια στιγμή στον Ύψιστο,

και θα το μετανιώσει.

 

Αιμίλιος:

Κι εγώ διά τον Καραβά,

μίαν ευχή θα δώσω,

όταν γενούν οι γάμοι του,

να τονε στεφανώσω.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Ξεπαγιασμένο ήτανε

και το δικό μου αίμα,

μα τώρα εζεστάθηκε

με το γλυκύ της βλέμμα.

 

Α. Βενιός:

Για δείτε τον Αιμίλιο,

πολύ το παραπιάνει

και η πληγή που τ´άνοιξε,

ποτέ της δε θα γιάνει.

 

Συνοδινός:

Επάγωσε ο Αιμίλιος

και δεν προφέρει λέξη,

μόνο ζητεί περίστροφο

τον Καραβά να παίξει.

 

Αιμίλιος:

Ο έρως δώρο θεϊκόν,

όλοι τον αγαπούνε,

μα τα πικρά τα χείλη μου,

τί λόγια να του πούνε;