Απόκριες 1895

Αποθετήριο Νο1318

Από το βιβλίο "Τα λαϊκά τραγούδια και τα κάλαντα της Σίφνου"  (1829-1980), του Νίκου Γ. Σταφυλοπάτη

Στις Απόκριες του 1895 θα συνεχίσουμε τώρα τον ποιητικό περίπατό μας. Είναι βράδυ, βέβαια, κι ο χορός στον Αρτεμώνα έχει αρχίσει. Η Καλλίτσα, ο Δεκαβάλλας, ο Καραβάς, ο Γιώργης του Παπαγιαννούλη, τ´Αγγελάκι, όλο σχεδόν το ποιητικό επιτελείο της παλιάς Σίφνου, τραγουδεί τη χαρά της ζωής, τον έρωτα, που θερμαίνει τα πάντα, σ´όλες τις εποχές, τις καρδιές των ανθρώπων. Στόχος των ποιητών ο Καραβάς κι ο έρωτάς του για την Καλλίτσα. Η στιχομυθία των δυο τους, τα πειράγματα των άλλων και οι ατέλειωτοι διαξιφισμοί τους γεμίζουν τις ώρες της νησιώτικης νύχτας και δίνουν ένα ωραίο χρονικό της μακρινής εκείνης αποκριάς.

Χρονολογία: 1895
Δημοσιεύτηκε από: Πολιτιστικός Σύλλογος Σίφνου
Δημοσιεύτηκε στις: 19 Απρ 2025
Τεκμήρια: 0

Δεκαβάλλας:

Προς τι η τόση σιωπή

και η μελαγχολία,

γιατί σ' εμένα άφησες,

Καλλίτσα, τα πρωτεία;

Καλλίτσα:

Αντώνη δυσκολεύομαι

και δεν ανοίγω στόμα,

γιατί τα πάντα σκοτεινά

είναι για μέν' ακόμα.

 

Δεκαβάλλας:

Φως φανερό πως έδειξες,

Καλλίτσα, τον καημό σου,

υπομονή και θα φανεί

ο αγαπητικός σου.

 

Καλλίτσα:

Ποτέ κανείς δεν κρύβεται

πίσ' απ' το δάκτυλό του,

όταν τ' αγγίζεις την καρδιά,

σου λέει τον καημό του.

 

Δεκαβάλλας:

Αν είχα το ευτύχημα

να ´μουν πνευματικός σου,

βεβαίως θα τον μάθαινα

τον αγαπητικό σου.

 

Καλλίτσα:

Καλέ τοιαύτα πράγματα,

πνευματικό δε θέλουν,

είναι γνωστός, Αντώνη μου,

και όλοι τόνε λέγουν.

 

Δεκαβάλλας:

Μεγάλη περιέργεια,

θα δείξω και συγχώρα,

με την καρδιά τον αγαπάς

ή να περνάς την ώρα;

 

Καλλίτσα:

Τώρα αυτό το μυστικό

θα το διατηρήσω,

τί έχει η καρδιά μ', Αντώνη μου,
δε θα σ' ομολογήσω.

 

Δεκαβάλλας:

Εις την καρδιά των γυναικών,

ποσώς δεν αμφιβάλλω,

υπάρχει τόπος πάντοτε

και για κανέναν άλλο.

 

Καλλίτσα:

Τα τόσα πανουργήματα

των γυναικών, Αντώνη,

να μάθεις είν' αδύνατον,

ο νους σου εκεί δε σώνει.

 

Δεκαβάλλας:

Εγήρασα στα γράμματα,

κι όμως καταλαμβάνω,

στις πονηριές των γυναικών

πως χαρτοσιά δεν πιάνω.

 

Γιώργης Ζαμπέλης (Παπαγιαννούλης):

Αν έμενες εις το σχολειό,

ακόμη λίγοι χρόνοι,

θα μάθαινες τις πονηριές

των γυναικών, Αντώνη.

 

Δεκαβάλλας:

Αν η Καλλίτσα ψεύδεται,

ο κόσμος θα χαλάσει,

μου φαίνεται αδύνατον,

άνθρωπο να γελάσει.

 

Καλλίτσα:

Αντώνη παύσε και γνωστή

είναι η μάθησίς σου,

τρέμω από το φόβο μου

σαν ομιλώ μαζί σου.

 

Δεκαβάλλας:

Αυτά είναι τεχνάσματα,

θέλεις να το κολάσεις,

και μέσα εις τα μάτια μας

ζητάς να μας γελάσεις.

 

Τι ευτυχής ο άνθρωπος,

που έχει τέτοια χάρη,

της Καλλιόπης την καρδιά,

αιχμάλωτη να πάρει.

 

Στο σημείο αυτό παίρνει το λόγο ένας άλλος τραγουδιστής, ο Δημοσθένης και λέει ότι είναι αναγκασμένος ν' αποχωρήσει απ' τη συγκέντρωση.

 

Δημοσθένης:

Λυπούμαι που κωλύομαι

να μείνω παραπάνω,

και δεν μπορώ το μέρος μου,

Καλλίτσα μου, να κάνω.

 

Καλλίτσα:

Να φύγεις Δημοσθένη μου,

αφού δεν έχεις χρόνο,

εμείς θα συνεχίσουμε

πάλι στον ίδιο τόνο.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Είδες θαρρώ τον Καραβά

κι ετρόμαξε η καρδιά σου,

μάθε για το χατήρι σου

ήλθε στη γειτονιά σου.

 

Δεκαβάλλας:

Να ερωτήσω μ' έβαλε

ο Καραβάς με τρόπο,

αν έχεις στην καρδία σου

και για εκείνον τόπο.

 

Καραβάς:

Προς χάριν σας ανέβηκα,

πέρασα τόσες στράτες,

διότι χαίρομαι πολύ

να βλέπω Αρτεμωνιάτες.

 

Καλλίτσα:

Καλέ κι εμείς χαιρόμαστε,

όταν θα σας ιδούμε,

γιατί τους Εξαμπελιανούς

πολύ τους εκτιμούμε.

 

Καραβάς:

Εις το χωριό σας ήκουσα,

πως έχει καλό μέλι,

κι ήρθα να μάθω αν μπορεί

να πάρει όποιος θέλει.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Δεν ήρθε αυτός για ζάχαρη,

ούτε αγαπά το μέλι,

μόν' ήρθε για τον έρωτα,

ποιά από σας τον θέλει;

 

Καλλίτσα:

Τώρα λοιπόν η γλώσσα μου,

δυο λόγια θα εκφράσει,

δεν έχομε για πούλημα

ζάχαρη ν' αγοράσει.

 

Καραβάς:

Αυτός θέλει τη ζάχαρη

διά λογαριασμό του,

γιατί δε βρίσκει φαίνεται,

ο φίλος, στο χωριό του.

 

Δεκαβάλλας:

Ο Καραβάς σαν λογικός,

με μέτρα ταξιδεύει,

αυτός κτυπά με φρόνηση

κι άλλος του τα μπερδεύει.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Επάνω στα ερωτικά,

αυτός δεν έχει μέτρα,

διότι όπου κι αν βρεθεί

παντού πετά την πέτρα.

 

Δεκαβάλλας:

Δεν ήλθε εδώ ο άνθρωπος

έρωτα να πουλήσει,

να τραγουδήσει ήθελε

και ό,τι ξεκολλήσει!

 

Γ. Ζαμπέλης:

Δεν είπα πως είν' έγκλημα,

ούτε πως αμαρτάνει,

το ξέρει όμως ο ίδιος,

τους κόπους του πως χάνει.

 

Καλλίτσα:

Έρχεται, όπως έρχονται

όλοι στη γειτονιά μου,

χάριν διασκεδάσεως

κι όχι για το σεβδά μου.

 

Καραβάς:

Ως νέος, μου το συγχωρούν

τις νέες να κοιτάζω,

θαρρώ δεν κάνω έγκλημα,

ούτε άνθρωπο πειράζω.

 

Δεκαβάλλας:

Είναι πολύ περήφανος

και κάμετε τον χάζι,

όλες του κάνουν έρωτα

κι αυτός αλλού κοιτάζει.

 

Καλλίτσα:

Ο έρωτας είν' η χαρά

όλων των ελευθέρων,

και μην τον κατακρίνετε,

αφού δεν είναι γέρων.

 

Δεκαβάλλας:

Είναι ολίγον ντροπαλός,

χρονών παλικαράκι,

κι έβαλε εμένα να σου πω,

το τόσο του μεράκι.

 

Όταν τον πιάσει ο έρωτας

κι ως το λαιμό τον πνίξει,

τότε μπορεί να σου το πει

και να σου τ' αποδείξει.

 

Καραβάς:

Ξέρει πως είμαι μυστικός,

το ξέρει κι από χρόνους,

ποτέ δεν εφανέρωσα

του έρωτος τους πόνους.

 

Δεκαβάλλας:

Μια ζωντοχήρα μια φορά,

σου 'στειλε λίγα δώρα,

ακόμη δεν τα έλαβες

και το 'μαθε όλ' η χώρα.

 

Καλλίτσα:

Όσο που να τους πεις τη μια,

τινάζεσαι στην άλλη,

καλά να πάθει που 'θελε,

μεσίτη να σε βάλει.

 

Καραβάς:

Ως άνθρωπος μπιστεύτηκα,

κυρία Καλλιόπη,

τον Δεκαβάλλα άκουσα

και πάν' χαμένοι οι κόποι.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Στο Ενενήντα τέσσερα

μετέβαλε τη γνώμη,

αφού η ανδριώτισσα

τον άφηκε στις δρόμοι.

 

Δεκαβάλλας:

Καλά σου είπα, Καραβά,

ότι κρατείς μαγνήτη,

στ' αυλάκι βλέπω το νερό

μπήκε χωρίς μεσίτη.

 

Καραβάς:

Ο Καραβάς θα μείνει πια,

μόνο για τα τραγούδια,

τα πάθη μου δεν εννοώ

να γίνουνε καινούργια.

 

Δεκαβάλλας:

Αυτό το πράγμα δε μπορώ

διόλου να το νιώσω,

τώρα που σε αγάπησε,

της κάνεις τον καμπόσο.

 

Καλλίτσα:

Αντώνης στα ερωτικά

πάντοτε επεμβαίνει,

γκελώνει και να του το πεις

πάντοτε λάδι βγαίνει.

 

Δεκαβάλλας:

Μόνη το ομολόγησες,

εγώ ποσώς δε φταίω,

αν είπα ότι αγαπάς

τον Καραβά τον νέο.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Τούτο παρατηρώ κι εγώ

και πρόσεξε, Αντώνη,

εις κάθε βόλτα πάντοτε

τον κρυφοκαμαρώνει.

 

Καραβάς:

Είναι της φαντασίας σας

και σαν ζηλοτυπία,

κανένας δεν απέδειξε

του έρωτα σημεία.

 

Αγγελάκι:

Εσέ, καμένε Καραβά,

θα το 'χει το λαχνί σου,

τι θέλεις τέτοιους πειρασμούς

να τους κρατείς μαζί σου;

 

Δεκαβάλλας:

Κι οι δύο αγαπήθηκαν,

το επαναλαμβάνω,

και στο εξής συχνά πυκνά

θα έρχεται απάνω.

 

Αγγελάκι:

Αντί ευεργετήματος

ζημίας προκαλείτε,

ελεύθερος είν' κι αγαπά,

πώς τον κατηγορείτε;

 

Δεκαβάλλας:

Αυτός δεν έχει όρια,

κατάκαρδα πληγώνει,

η Καλλιόπη άρχισε

να τρέμει, να παγώνει.

 

Καραβάς:

Πόσες φορές διπλώθηκες

κι έκαμες μεσιτεία

και μ' άφησες τον δυστυχή

μες στα νερά τα κρύα.

 

Καλλίτσα:

Ο Δεκαβάλλας εις αυτά,

μπαίνει για να γελάσει

κι αν βρει κτισμένο τίποτα

ζητά να το χαλάσει.

 

Καραβάς:

Αν και εκακογήρασε

στου έρωτος τα πάθη,

τίποτα δε μπορεί κανείς

από αυτόν να μάθει.

 

Δεκαβάλλας:

Ω! Καλλιόπη έβαλες,

τον δυστυχή στο τζόγο,

και τώρα θέλει να του πεις

τον υστερνό σου λόγο.

 

Καλλίτσα:

Καλέ είναι αδύνατον,

το πράγμα αυτό να γένει,

διότι την καρδία του

την έδωσε σε ξένη.

 

Καραβάς:

Ω! Καλλιόπη, άκουσε

την υστερνή μου λέξη,

με ξένη είν' αδύνατον

ο Καραβάς να μπλέξει.

 

Καλλίτσα:

Η δήλωσή σου, Καραβά,

μ' ευφραίνει υπερμέτρως,

εκτός αν από εντροπή

αρνείσαι, ως ο Πέτρος.

 

Καραβάς:

Η δήλωσή μου είν' αγνή,

σαν του παπά τ' ανάμα,

ως Πέτρος δε θα αρνηθώ

και να με πιάσει κλάμα.

 

Δεκαβάλλας:

Λόγο μεγάλο να μη λες

κι ο δαίμων σε πειράξει

και βάλει τον αλέκτορα

εκ νέου να φωνάξει.

 

Καραβάς:

Ευθύς του κόβω το λαιμό,

τον βάζω στο τσικάλι,

και θα σας κάμω ένα ζουμί,

που νάμι θε να βγάλει!

 

Καλλίτσα:

Θαρρώ πως είσαι σατανάς

και τρέμω σαν καλάμι,

φωνάξετε έναν παπά,

αγιασμό να κάμει.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Είμαι πρωτόπαπα παιδί

και όταν είν' ανάγκη,

μπορώ να κάνω τον παπά,

να μη γενούμε φράγκοι.

 

Καλλίτσα:

Αν ο παπάς σου σ' έμαθε,

διαβόλους να ξορκίζεις,

άρχισε και μην κάθεσαι,

πες μας, ό,τι γνωρίζεις.

 

Γ. Ζαμπέλης:

Σε εξορκίζω σατανά,

όπου εν τω προσώπω

του Καραβά εβρέθηκες

εν μέσω των ανθρώπων.

 

Ως άλλοτε ηπάτησες

Εύαν εν παραδείσω

τα ίδια ζητείς κι εδώ,

και πρέπει να σε... φτύσω...