Από το βιβλίο "Τα λαϊκά τραγούδια και τα κάλαντα της Σίφνου" (1829-1980), του Νίκου Γ. Σταφυλοπάτη
Στις Απόκριες του 1895 θα συνεχίσουμε τώρα τον ποιητικό περίπατό μας. Είναι βράδυ, βέβαια, κι ο χορός στον Αρτεμώνα έχει αρχίσει. Η Καλλίτσα, ο Δεκαβάλλας, ο Καραβάς, ο Γιώργης του Παπαγιαννούλη, τ´Αγγελάκι, όλο σχεδόν το ποιητικό επιτελείο της παλιάς Σίφνου, τραγουδεί τη χαρά της ζωής, τον έρωτα, που θερμαίνει τα πάντα, σ´όλες τις εποχές, τις καρδιές των ανθρώπων. Στόχος των ποιητών ο Καραβάς κι ο έρωτάς του για την Καλλίτσα. Η στιχομυθία των δυο τους, τα πειράγματα των άλλων και οι ατέλειωτοι διαξιφισμοί τους γεμίζουν τις ώρες της νησιώτικης νύχτας και δίνουν ένα ωραίο χρονικό της μακρινής εκείνης αποκριάς.
Δεκαβάλλας:
Προς τι η τόση σιωπή
και η μελαγχολία,
γιατί σ' εμένα άφησες,
Καλλίτσα, τα πρωτεία;
Καλλίτσα:
Αντώνη δυσκολεύομαι
και δεν ανοίγω στόμα,
γιατί τα πάντα σκοτεινά
είναι για μέν' ακόμα.
Δεκαβάλλας:
Φως φανερό πως έδειξες,
Καλλίτσα, τον καημό σου,
υπομονή και θα φανεί
ο αγαπητικός σου.
Καλλίτσα:
Ποτέ κανείς δεν κρύβεται
πίσ' απ' το δάκτυλό του,
όταν τ' αγγίζεις την καρδιά,
σου λέει τον καημό του.
Δεκαβάλλας:
Αν είχα το ευτύχημα
να ´μουν πνευματικός σου,
βεβαίως θα τον μάθαινα
τον αγαπητικό σου.
Καλλίτσα:
Καλέ τοιαύτα πράγματα,
πνευματικό δε θέλουν,
είναι γνωστός, Αντώνη μου,
και όλοι τόνε λέγουν.
Δεκαβάλλας:
Μεγάλη περιέργεια,
θα δείξω και συγχώρα,
με την καρδιά τον αγαπάς
ή να περνάς την ώρα;
Καλλίτσα:
Τώρα αυτό το μυστικό
θα το διατηρήσω,
τί έχει η καρδιά μ', Αντώνη μου,
δε θα σ' ομολογήσω.
Δεκαβάλλας:
Εις την καρδιά των γυναικών,
ποσώς δεν αμφιβάλλω,
υπάρχει τόπος πάντοτε
και για κανέναν άλλο.
Καλλίτσα:
Τα τόσα πανουργήματα
των γυναικών, Αντώνη,
να μάθεις είν' αδύνατον,
ο νους σου εκεί δε σώνει.
Δεκαβάλλας:
Εγήρασα στα γράμματα,
κι όμως καταλαμβάνω,
στις πονηριές των γυναικών
πως χαρτοσιά δεν πιάνω.
Γιώργης Ζαμπέλης (Παπαγιαννούλης):
Αν έμενες εις το σχολειό,
ακόμη λίγοι χρόνοι,
θα μάθαινες τις πονηριές
των γυναικών, Αντώνη.
Δεκαβάλλας:
Αν η Καλλίτσα ψεύδεται,
ο κόσμος θα χαλάσει,
μου φαίνεται αδύνατον,
άνθρωπο να γελάσει.
Καλλίτσα:
Αντώνη παύσε και γνωστή
είναι η μάθησίς σου,
τρέμω από το φόβο μου
σαν ομιλώ μαζί σου.
Δεκαβάλλας:
Αυτά είναι τεχνάσματα,
θέλεις να το κολάσεις,
και μέσα εις τα μάτια μας
ζητάς να μας γελάσεις.
Τι ευτυχής ο άνθρωπος,
που έχει τέτοια χάρη,
της Καλλιόπης την καρδιά,
αιχμάλωτη να πάρει.
Στο σημείο αυτό παίρνει το λόγο ένας άλλος τραγουδιστής, ο Δημοσθένης και λέει ότι είναι αναγκασμένος ν' αποχωρήσει απ' τη συγκέντρωση.
Δημοσθένης:
Λυπούμαι που κωλύομαι
να μείνω παραπάνω,
και δεν μπορώ το μέρος μου,
Καλλίτσα μου, να κάνω.
Καλλίτσα:
Να φύγεις Δημοσθένη μου,
αφού δεν έχεις χρόνο,
εμείς θα συνεχίσουμε
πάλι στον ίδιο τόνο.
Γ. Ζαμπέλης:
Είδες θαρρώ τον Καραβά
κι ετρόμαξε η καρδιά σου,
μάθε για το χατήρι σου
ήλθε στη γειτονιά σου.
Δεκαβάλλας:
Να ερωτήσω μ' έβαλε
ο Καραβάς με τρόπο,
αν έχεις στην καρδία σου
και για εκείνον τόπο.
Καραβάς:
Προς χάριν σας ανέβηκα,
πέρασα τόσες στράτες,
διότι χαίρομαι πολύ
να βλέπω Αρτεμωνιάτες.
Καλλίτσα:
Καλέ κι εμείς χαιρόμαστε,
όταν θα σας ιδούμε,
γιατί τους Εξαμπελιανούς
πολύ τους εκτιμούμε.
Καραβάς:
Εις το χωριό σας ήκουσα,
πως έχει καλό μέλι,
κι ήρθα να μάθω αν μπορεί
να πάρει όποιος θέλει.
Γ. Ζαμπέλης:
Δεν ήρθε αυτός για ζάχαρη,
ούτε αγαπά το μέλι,
μόν' ήρθε για τον έρωτα,
ποιά από σας τον θέλει;
Καλλίτσα:
Τώρα λοιπόν η γλώσσα μου,
δυο λόγια θα εκφράσει,
δεν έχομε για πούλημα
ζάχαρη ν' αγοράσει.
Καραβάς:
Αυτός θέλει τη ζάχαρη
διά λογαριασμό του,
γιατί δε βρίσκει φαίνεται,
ο φίλος, στο χωριό του.
Δεκαβάλλας:
Ο Καραβάς σαν λογικός,
με μέτρα ταξιδεύει,
αυτός κτυπά με φρόνηση
κι άλλος του τα μπερδεύει.
Γ. Ζαμπέλης:
Επάνω στα ερωτικά,
αυτός δεν έχει μέτρα,
διότι όπου κι αν βρεθεί
παντού πετά την πέτρα.
Δεκαβάλλας:
Δεν ήλθε εδώ ο άνθρωπος
έρωτα να πουλήσει,
να τραγουδήσει ήθελε
και ό,τι ξεκολλήσει!
Γ. Ζαμπέλης:
Δεν είπα πως είν' έγκλημα,
ούτε πως αμαρτάνει,
το ξέρει όμως ο ίδιος,
τους κόπους του πως χάνει.
Καλλίτσα:
Έρχεται, όπως έρχονται
όλοι στη γειτονιά μου,
χάριν διασκεδάσεως
κι όχι για το σεβδά μου.
Καραβάς:
Ως νέος, μου το συγχωρούν
τις νέες να κοιτάζω,
θαρρώ δεν κάνω έγκλημα,
ούτε άνθρωπο πειράζω.
Δεκαβάλλας:
Είναι πολύ περήφανος
και κάμετε τον χάζι,
όλες του κάνουν έρωτα
κι αυτός αλλού κοιτάζει.
Καλλίτσα:
Ο έρωτας είν' η χαρά
όλων των ελευθέρων,
και μην τον κατακρίνετε,
αφού δεν είναι γέρων.
Δεκαβάλλας:
Είναι ολίγον ντροπαλός,
χρονών παλικαράκι,
κι έβαλε εμένα να σου πω,
το τόσο του μεράκι.
Όταν τον πιάσει ο έρωτας
κι ως το λαιμό τον πνίξει,
τότε μπορεί να σου το πει
και να σου τ' αποδείξει.
Καραβάς:
Ξέρει πως είμαι μυστικός,
το ξέρει κι από χρόνους,
ποτέ δεν εφανέρωσα
του έρωτος τους πόνους.
Δεκαβάλλας:
Μια ζωντοχήρα μια φορά,
σου 'στειλε λίγα δώρα,
ακόμη δεν τα έλαβες
και το 'μαθε όλ' η χώρα.
Καλλίτσα:
Όσο που να τους πεις τη μια,
τινάζεσαι στην άλλη,
καλά να πάθει που 'θελε,
μεσίτη να σε βάλει.
Καραβάς:
Ως άνθρωπος μπιστεύτηκα,
κυρία Καλλιόπη,
τον Δεκαβάλλα άκουσα
και πάν' χαμένοι οι κόποι.
Γ. Ζαμπέλης:
Στο Ενενήντα τέσσερα
μετέβαλε τη γνώμη,
αφού η ανδριώτισσα
τον άφηκε στις δρόμοι.
Δεκαβάλλας:
Καλά σου είπα, Καραβά,
ότι κρατείς μαγνήτη,
στ' αυλάκι βλέπω το νερό
μπήκε χωρίς μεσίτη.
Καραβάς:
Ο Καραβάς θα μείνει πια,
μόνο για τα τραγούδια,
τα πάθη μου δεν εννοώ
να γίνουνε καινούργια.
Δεκαβάλλας:
Αυτό το πράγμα δε μπορώ
διόλου να το νιώσω,
τώρα που σε αγάπησε,
της κάνεις τον καμπόσο.
Καλλίτσα:
Αντώνης στα ερωτικά
πάντοτε επεμβαίνει,
γκελώνει και να του το πεις
πάντοτε λάδι βγαίνει.
Δεκαβάλλας:
Μόνη το ομολόγησες,
εγώ ποσώς δε φταίω,
αν είπα ότι αγαπάς
τον Καραβά τον νέο.
Γ. Ζαμπέλης:
Τούτο παρατηρώ κι εγώ
και πρόσεξε, Αντώνη,
εις κάθε βόλτα πάντοτε
τον κρυφοκαμαρώνει.
Καραβάς:
Είναι της φαντασίας σας
και σαν ζηλοτυπία,
κανένας δεν απέδειξε
του έρωτα σημεία.
Αγγελάκι:
Εσέ, καμένε Καραβά,
θα το 'χει το λαχνί σου,
τι θέλεις τέτοιους πειρασμούς
να τους κρατείς μαζί σου;
Δεκαβάλλας:
Κι οι δύο αγαπήθηκαν,
το επαναλαμβάνω,
και στο εξής συχνά πυκνά
θα έρχεται απάνω.
Αγγελάκι:
Αντί ευεργετήματος
ζημίας προκαλείτε,
ελεύθερος είν' κι αγαπά,
πώς τον κατηγορείτε;
Δεκαβάλλας:
Αυτός δεν έχει όρια,
κατάκαρδα πληγώνει,
η Καλλιόπη άρχισε
να τρέμει, να παγώνει.
Καραβάς:
Πόσες φορές διπλώθηκες
κι έκαμες μεσιτεία
και μ' άφησες τον δυστυχή
μες στα νερά τα κρύα.
Καλλίτσα:
Ο Δεκαβάλλας εις αυτά,
μπαίνει για να γελάσει
κι αν βρει κτισμένο τίποτα
ζητά να το χαλάσει.
Καραβάς:
Αν και εκακογήρασε
στου έρωτος τα πάθη,
τίποτα δε μπορεί κανείς
από αυτόν να μάθει.
Δεκαβάλλας:
Ω! Καλλιόπη έβαλες,
τον δυστυχή στο τζόγο,
και τώρα θέλει να του πεις
τον υστερνό σου λόγο.
Καλλίτσα:
Καλέ είναι αδύνατον,
το πράγμα αυτό να γένει,
διότι την καρδία του
την έδωσε σε ξένη.
Καραβάς:
Ω! Καλλιόπη, άκουσε
την υστερνή μου λέξη,
με ξένη είν' αδύνατον
ο Καραβάς να μπλέξει.
Καλλίτσα:
Η δήλωσή σου, Καραβά,
μ' ευφραίνει υπερμέτρως,
εκτός αν από εντροπή
αρνείσαι, ως ο Πέτρος.
Καραβάς:
Η δήλωσή μου είν' αγνή,
σαν του παπά τ' ανάμα,
ως Πέτρος δε θα αρνηθώ
και να με πιάσει κλάμα.
Δεκαβάλλας:
Λόγο μεγάλο να μη λες
κι ο δαίμων σε πειράξει
και βάλει τον αλέκτορα
εκ νέου να φωνάξει.
Καραβάς:
Ευθύς του κόβω το λαιμό,
τον βάζω στο τσικάλι,
και θα σας κάμω ένα ζουμί,
που νάμι θε να βγάλει!
Καλλίτσα:
Θαρρώ πως είσαι σατανάς
και τρέμω σαν καλάμι,
φωνάξετε έναν παπά,
αγιασμό να κάμει.
Γ. Ζαμπέλης:
Είμαι πρωτόπαπα παιδί
και όταν είν' ανάγκη,
μπορώ να κάνω τον παπά,
να μη γενούμε φράγκοι.
Καλλίτσα:
Αν ο παπάς σου σ' έμαθε,
διαβόλους να ξορκίζεις,
άρχισε και μην κάθεσαι,
πες μας, ό,τι γνωρίζεις.
Γ. Ζαμπέλης:
Σε εξορκίζω σατανά,
όπου εν τω προσώπω
του Καραβά εβρέθηκες
εν μέσω των ανθρώπων.
Ως άλλοτε ηπάτησες
Εύαν εν παραδείσω
τα ίδια ζητείς κι εδώ,
και πρέπει να σε... φτύσω...