Απόκριες στην παλιά Σίφνο (1888)

Αποθετήριο Νο1309

ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΣΙΦΝΟ

1888

Απόσπασμα από το βιβλίο "Τα λαϊκά τραγούδια και τα κάλαντα της Σίφνου" του Νίκου Γ. Σταφυλοπάτη.


Η νύχτα περνούσε ευχάριστα στις παλιές αποκριάτικες συγκεντρώσεις του νησιού μας. Με τη χαρούμενη συντροφιά των χωριανών, τα κρυφοκοιτάγματα των ερωτευμένων, τον αργόσυρτο μα τόσο χαρακτηριστικό χορό των κοριτσιών, στη μεγάλη σάλα του φιλόξενου σπιτιού και προπάντων με τα ωραία τραγούδια των λαϊκών ποιητών μας. Που τις πιο πολλές φορές είχαν για θέμα τους τον έρωτα ή σατίριζαν πρόσωπα και πράγματα του καιρού τους. Από έναν τέτοιο χορό, αρχίζομε τώρα τη νοσταλγική περιπλάνησή μας στην παλιά σιφνέικη αποκριά. Είναι βράδυ της Τυρινής Κυριακής του 1888 κι ο κόσμος αρχίσει τ' αυτοσχέδια τραγούδια τους. Πριν από λίγη ώρα έχουν έρθει κι οι έχει γεμίσει τις κάμαρες ενώ οι ποιητές, καθισμένοι στις πρώτες θέσεις, έχουν «καμήλες» (οι μασκαράδες) με κοπέλες ντυμένες χανούμισσες, που ανάμεσά τους βρίσκεται κι η ποιήτρια Ελένη της Πετρούς. Ο Μαγκανιέρης τις καλωσορίζει με το τραγούδι του.

Χρονολογία: 1888
Δημοσιεύτηκε από: Πολιτιστικός Σύλλογος Σίφνου
Δημοσιεύτηκε στις: 11 Απρ 2025
Τεκμήρια: 0

Μαγκανιέρης:

Καλώς τους, που μας ήρθανε,

στα κόκκινα ντυμένοι,

νομίζω ότι βρίσκεται

μαζί τους κι η Ελένη.

 

Δημοσθένης:

Εκείνη η χανούμισσα,

η ντροπαλή που τρέμει,

είν' η Ελένη πράγματι

κι έρχετ' απ' το χαρέμι.

 

Ελένη της Πετρούς:

Το χρόνο μια φορά κι εμάς,

άδεια μας εδίνουν,

(καμηλωμένη) να βγαίνουμε περίπατο

συχνά δε μας αφήνουν.


Ευτυχία:

Λοιπόν καλώς μας ήρθανε,

ετούτα τα διατσέντα,

πρέπει να τις τρατάρουμε

ένα ποτήρι μέντα.

 

Ελένη:

Εμείς πιοτό δεν πίνουμε

και σας ευχαριστούμε,

τη συντροφιά σας θέλαμε

κι ήρθαμε να σας βρούμε.

 

Αγγελάκι:

Κατέβασε το φερετζέ,

να μη σε σεκλετίζει

(Άγγελος Βασάλος) και μη φοβάσαι τον πασά

που σε περιορίζει.

 

Ελένη:

Δεν πήρα από τον πασά,

την άδεια ακόμα,

γι' αυτό βλέπεις και τυραννώ

το εδικό μου σώμα.

 

Αγγελάκι:

Απ' τον πασά την άδεια,

την έχουμε παρμένη,

να τραγουδάς ελεύτερα,

ως είσαι μαθημένη.

 

Ελένη:

Απ' το Σουλτάνο στα κρυφά

έφυγα, Αγγελή μου,

παίζω κορώνα γράμματα

απόψε τη ζωή μου.

 

Δημοσθένης:

Δεν ξέρομε τι έγινε,

μην είν' καμιά απάτη,

πως άνευ της αδείας του,

απόψε είσαι φευγάτη;

 

Αγγελάκι:

Τραγούδησε Ελένη μου

και μη φοβάσαι χάρο,

την άδεια απ' τον πασά,

εγώ θα σου την πάρω.

 

Κορίτσια συνεχίσετε

και πάλι το χορό σας,

ήρθ' η πρωτοδασκάλισσα

και θα 'ναι στο πλευρό σας.

 

Ελένη:

Πού είσαι συ Αλέξανδρε,

παιδί του Μαγκανιέρη,

που όλη η ομήγυρις

για σένα πάντα χαίρει;

 

Μαγκανιέρης:

Άη με δω που κάθομαι,

τα λόγια σου αφκρούμαι,

και μοναχά που σε θωρώ,

κυρά μου, σε φοβούμαι.

 

Ελένη:

Χαίρομαι που σε γνώρισα,

έτη πολλά να ζήσεις,

μπορείς με το τραγούδι σου

νεκρούς να αναστήσεις.

 

Μαγκανιέρης:

Μες στην καρδιά μου μπαίνουνε

τα λόγια τα δικά σου,

να χαίρεσαι τον άντρα σου,

μαζί και τα παιδιά σου.


Δεν είναι όμως μόνο οι «χανούμισσες» που βρίσκονται στο χορό. Είναι και μερικοί άλλοι καμηλωμένοι. Το Αγγελάκι τους υποδέχεται κι αυτούς και δεν κρύβει το θαυμασμό του «που ήρθαν όλοι στο χορό, αρχοντικά ντυμένοι».

Αγγελάκι:

Ανεξαιρέτως όλοι τους,

έχουνε νοστιμάδες,

τέτοιο ωραίο ένδυμα,

ποτέ δεν θα ξανάδες.

 

Μαρία Πετρωμένη:

Εμέ με καταμάγεψε

του καϊξή το φέσι,

μα και του άλλου, το σκληρό,

πάρα πολύ μ' αρέσει.

 

Ελένη:

Και του Σουλτάνου καϊξής,

ήλθε να σεργιανίσει,

ποιήτριες και ποιητές

να επιθεωρήσει.

 

Δεκαβάλλας:

Μην είν' κανείς Αμοργιανός

πλοίαρχος από κείνους,

που κυνηγούν τα πρόβατα,

στα κρίφια και στους σκίνους;

 

Ελένη:

Ας πούμε για του έρωτα

τα πάθη, εδώ πέρα,

για να διασκεδάσουμε

σε τούτη τη βεγγέρα.

 

Δεκαβάλλας:

Σας είναι ατελείωτα,

του έρωτος τα πάθη,

μέσα στα ρόδα πάντοτε

βρίσκεται και τ' αγκάθι.

Πετρωμένη:

Ο έρωτας του τρύπησε,

Ελένη, την καρδιά του,

κι ακόμη αθεράπευτη

πομέν' η μαχαιριά του.

 

Δεκαβάλλας:

Αιώνια του έρωτος

τη δόξα θε να ψάλλω,

γιατί Ελένη σιωπάς,

γιατί δεν είπες άλλο;

 

Στρατής Μυτιληναίος:

Άκουσα για τον έρωτα

και ράγισ' η καρδιά μου,

γιατί και μένα μου 'καψε,

βαθιά τα σωθικά μου.

 

Δεκαβάλλας:

Είναι εδώ του έρωτος

πολλοί αρχαίοι σκλάβοι

και όποιος θέλει συμβουλή,

νομίζω θα τη λάβει.

 

Αγγελάκι:

Ρεζίλι τον εκάματε,

τον έρωτα εδώ κάτου,

δεν είπατε τις χάρες του,

μα μόνο τα τρωτά του.

 

Ελένη:

Δε θα σε πλήγωσαν ποτέ,

τα φοβερά του βέλη,

γι' αυτό τον περασπίζεσαι

και το καλό του θέλεις.

 

Δεκαβάλλας:
Ο κόσμος το ´χει τούμπανο,

κρυφομιλούνε όλοι,

πως τριγυρνά με τα βιολιά

καθημερνή και σχόλη.

 

Αγγελάκι:

Δε συλλογάσαι τη Λαμπρή,

πώς θε να κοινωνήσεις,

που ήλθες μέσα στο χορό

να με συκοφαντήσεις;

 

Πετρωμένη:

Αυτός δεν έχει βάπτισμα,

δεν ξέρει κοινωνία,

διότι είν' εξόριστος

από την εκκλησία.

 

Αγγελάκι:

Ε, δικηγόρε, πειρασμός

ώσπου να ζεις θα είσαι,

μήτε Χριστό πιστεύεις πια,

μήτε Θεό φοβείσαι.

 

Δεκαβάλλας:

Εμένα εκκλησία μου,

είν' η καλή καρδιά μου,

μα δεν αφήνω, σαν εσέ,

γυναίκα και παιδιά μου.

 

Αγγελάκι:

Καλά μ' εσυκοφάντησες,

πως πάω στο νιχύτη,

η πλάκα σου να κάβγεται,

αλλόπιστε πισίτη.

 

Δεκαβάλλας:

Ακόμη δε σ' επλάκωσε,

η πιο μεγάλη μπόρα,

περίμενε και θα ιδείς,

όλα θα βγουν στη φόρα.

 

Ελένη:

Μα βρε παιδιά, τι έχετε

και τρώγεστε οι δύο,

λυπούμαι που σας αγροικώ,

αναχωρώ, αντίο.

 

Αγγελάκι:

Αυτός γυρεύει ανδρόγυνο,

Ελένη, να χωρίσει,

καλύτερα τη γλώσσα του

να τήνε κοκχαλίσει.

 

Δεκαβάλλας:

Δεν πάει πια στο σπίτι του

ένα ποτήρι γάλα,

εχθές το βράδυ γλίστρησε

και το ´χυσε στη σκάλα.

 

Αγγελάκι:

Τους άλλους να καταλαλείς,

είναι το μάθημά σου,

φαίνεται, απ' τη φούρια σου,

ξέχασες τα δικά σου.

 

Δεκαβάλλας:

Ματαίως επροσπάθησα

να πλύνω τον αράπη,

μα τι με μέλει αν εσύ

πεθαίνεις στην αγάπη.

 

Αφήνω τον επάνω σου,

κερά Μαρία, δος του,

πιστεύω με τα λόγια σου

ν' αλλάξει ο σκοπός του.