Για τα νοίκια του Χρύσου
Στιχουργός: Σπύρος Γεροντόπουλος
Ακούσετε να μάθετε
καινούργιο ρεζιλίκι
που 'φυγε για διακοπές
με δίχως χαρτζιλίκι.
Είχε νοικάρη εκλεκτό
που νοίκια του χρωστούσε
και νόμιζε ο φουκαράς
πως θα τα κονομούσε.
Στη Σίφνο καθώς πάτησε
άφησε το αμάξι
και έτρεξε ο δύστυχος
τα νοίκια να εισπράξει.
Του λέει τώρα δεν κρατώ
στην τράπεζα θα πάω
και αύριο πρωί-πρωί
σου δίνω ό,τι χρωστάω.
Και ο Χρύσος όποιο συναντά
του λέει με καμάρι
πως αύριο πρωί-πρωί
ενοίκια θα πάρει.
Οι μέρες επερνούσανε
και ο Χρύσος περιμένει
να 'ρθει «η ώρα η καλή
και η ευλογημένη».
Τα βράδια αυτός καλοπερνά
γυρνώντας στα μπαράκια
ενώ ο Χρύσος καρτερεί
να πάρει παραδάκια.
Να βλέπετε εσείς λεφτά
που έδωσε του Χρύσου
τρία με το μακρύτερο
του 'στειλε να πατσίσουν.
Και ο Χρύσος αναγκάζεται
για να μπορεί να κάτσει
απ' το Ταμιευτήριο
δικά του να εισπράξει.
Μα είπε πως «του κερατά
δεν θα του τα χαρίσει
και απ' έξω από την πόρτα του
θα πάει να την στήσει».
Κατέβηκε εις τα Πλακιά
και βλέπει το τζιπάκι
σε λίγο λέει σίγουρα
θα 'χω το παραδάκι.
Κτυπούσε και του φώναζε
ήρθα για να τα πάρω
θα κάτσω μέχρι το πρωί
και δεν φοβάμαι χάρο.
Και ο άλλος από μέσα του
έλεγε «άι σιχτίρι,
να κάτσεις μέχρι το πρωί
να μου φυλάς το σπίτι».
Και πίσω από τα δεντρά
την κοπανά και φεύγει
και ο Χρύσος τονε καρτερεί
και δεν του αποβγαίνει.
Για αυτό και αναγκάζεται
να πάει στη μαμά του
της εξηγεί το πώς και τί
και τα παράπονά του.
Κάθισε κύριε Νίκο μου
να πάρεις καφεδάκι
στα ψάρια πρέπει σίγουρα
να πήγε το Γιαννάκι.
Και έτσι καφέ παρηγοριάς
εις τη ρομάντζα πίνει
μπατσίζει τα ενοίκια
φέυγει και την αφήνει.