Στιχουργός: Ιωάννης Αλ. Μαγκανιέρης
Τα κάλαντα
Η Σίφνος μας πενθεί βαριά
που κλείσαν τα τσικαλαριά,
που’ταν η παρηγοριά της
κι όλη η ευημέριά της.
Σκεύη ωραία και γερά.
εβγήκανε στην αγορά,
τα τσικάλια που ’χαν χρόνια,
έμειναν στην καταφρόνια.
Αφότου ήρθε η γρουσουζιά,
εκλείσανε τα μαγαζιά,
οι τροχοί πια δεν γυρίζουν,
τα καμίνια δεν καπνίζουν.
Καρούτες, κοπανησταριές,
πηλός, τροχοί, μαλακταριές,
σταματήσανε για πάντα,
απ’ το έτος το Σαράντα.
Όταν γυρνούσαν οι τροχοί,
δεν είχε η Σίφνος μας φτωχοί,
όλοι ήτανε χορτάτοι,
απ’ τον πρώτο ως τον εργάτη.
Όλοι περνούσαν μια χαρά,
είχαν και ξόδευαν παρά,
και αν μέναν χρεωμένοι,
πλήρωναν την επομένη.
Δυστυχισμένε τσικαλά,
τα ’χασες όλα τα καλά,
έχασες τα αγαθά σου,
πάει το εισόδημά σου.
Του τσικαλιού η εποχή,
φαίνεται πια πως ξεψυχεί,
γιατί ο κόσμος μαγειρεύει,
σε συγχρονισμένα σκεύη.
Και τώρα πρέπει να σκεφτείς,
να βρεις τον τρόπο να σωθείς,
κάθησε και συλλογίσου,
στρέψε αλλού την πρόσοχή σου.
Του τσικαλά η συμφορά,
όλη τη Σίφνο αφορά,
στο νησί μας το τσικάλι,
έδινε ζωή μεγάλη.
Συμπατριώτη τσικαλά,
ας είν’ τα χρόνια σου πολλά,
και να βρεις πάλι το βιο σου,
μέσα στο τσικαλαριό σου.