Στιχουργός: Δημήτριος Κόμης
Τα κάλαντα
Να κι ο Σεβάχ θαλασσινός,
ο δούλος ο παντοτεινός,
όστις πάντα αρμενίζει
και τα νέα σας κομίζει.
Μέσα στο "Πανελλήνιον"
και με βροχήν και μ' ήλιον,
τι τραβά, τι υποφέρει,
μόνον το κορμί του ξέρει.
Σαν το δελφίνι τρέχω εγώ
και μια δεκάρα κυνηγώ
άμε κι έλα από τη Σίφνο,
δε χορταίνω ποτέ ύπνο.
Πάντα κρατώ και το ντρουβά,
αχ το πετσί μου τι τραβά,
άμε κι έλα απ' τις Καμάρες
και του βαποριού τις σκάλες.
Κινδύνους τους περιφρονώ,
τη θάλασσα καταπονώ,
μη τυχόν καθυστερήσω
και τα νέα μείνουν πίσω.
Πως είν' ο τίτλος μου ευγενής,
δεν το εσκέφθη αυτό κανείς,
να μ' υποσχεθεί και μένα,
κατά τα κανονισμένα.
Είναι ντροπή, μα θα το πω,
πως τη ρετσίνα αγαπώ,
μου αρέσει και η μπύρα,
ω ψυχή μου, ωραία Σύρα!
Χρόνους πολλούς υπηρετώ
και με χαρά σας χαιρετώ,
φίλοι και γνωστοί εν γένει,
νάστε πάντ' ευτυχισμένοι.
Στη Σίφνο στην πατρίδα μου,
το θάρρος κι η ελπίδα μου,
που γι' αυτήν κάμνω θυσίας,
εύχομαι τας εργασίας.
Και συ, χρυσή Κυρία μου,
που είσαι στην καρδία μου,
γέμισέ το το ποτήρι,
για του Κόμη το χατήρι.
Στέκω, σε βλέπω κι απορώ,
κι όλο επάνω σου θωρώ,
από κεφαλήν ως κάτω,
βάλε μου απ' το μοσχάτο.
Χρόνια πολλά θα ευχηθώ,
και πάλι αλλού θα πορευθώ,
να διέλθετ' εν υγεία,
κι εν πλήρει ευτυχία.