Στιχουργός: Φλώρα Γεωργ. Πατριάρχη
Τα κάλαντα
Ήταν παραμονή Φωτώ,
που ακούστηκε το ξαφνικό,
βγήκαμε όλοι στον εξώστη,
στ' άγγελμα τ' Αγίου Σώστη.
Ο Άης Σώστης βύθισε,
τη Σίφνο μας ελύπησε,
βούλιαξε η εκκλησία,
κι έμεινε η τοποθεσία.
Λυπήθηκ' η επιτροπή
το 'μαθε κι έτρεξε εκεί,
τα παιδιά του Λογαριάρη,
το παράπονο έχει πάρει.
Πλούσιος στην καταγωγή,
χτισμένος πάνω σε αγοί,
καύχημα και μεγαλεία,
χρυσαφένια μεταλλεία.
Σίδερο και χρυσό πολύ,
έβγαζε λένε οι παλιοί,
πρώτα στη βαθμολογία,
τ' Άη Σωστιού τα μεταλλεία.
Με τέτοιο πλούσιο παρελθόν,
ζούσε εκεί ο εκλιπών,
μες στον κάβο, μες στην άκρη,
κι έβλεπε απ' άκρη σ' άκρη.
Στη μνήμη του γλεντούσανε,
και το βουνό εσούσανε,
μα δεν ήθελε να βλάψει,
κι όλους μέσα να τους θάψει.
Κακό προαισθανότανε,
πως κόσμος θα χανότανε,
και βυθίστηκε ωραία,
μοναχός χωρίς παρέα.
Ο τοίχος όπου χτίστηκε,
πάει κι αυτός βυθίστηκε,
ως και το μικρό στερνάκι,
είναι καρβουνολακκάκι.
Είναι ερείπιο λυπηρό,
στέκει μονάχα το ιερό,
η σπηλιά κι η εκκλησιά του,
χάθηκαν από κοντά του.
Ήθελε και προστάτεψε,
γι' αυτό και δεν κατάστερεψε,
το τραπέζι, το ψαλτήρι,
τις εικόνες, θυμιατήρι.
Θέλει καινούργια εκκλησιά,
θα δείξει την τοποθεσιά,
και στον τόπο που θα πάνε,
και εκεί θα προσκυνάνε.
Ξενητεμένοι, ναυτικοί,
τουρίστες και περαστικοί,
δώστε όλοι με κουράγιο,
για να χτίσουμε τον Άγιο.